τονικός: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tonikos | |Transliteration C=tonikos | ||
|Beta Code=toniko/s | |Beta Code=toniko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[stretching]], [[capable of extension]], ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>693b12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Mus., <b class="b3">τὸ τονικὸν [χρῶμα</b>] (opp. <b class="b3">τὸ ἡμιτόνιον</b> (fort. [[ἡμιόλιον]], cf. <span class="bibl">Cleonid. <span class="title">Harm.</span>7</span>) and <b class="b3">τὸ μαλακόν</b>), one of the three forms of [[χρῶμα]] or chromatic scale, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> of or for [[accents]], τονικὰ παραγγέλματα <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>181.9</span> (so <b class="b3">περὶ τ. π</b>., treatise by Jo.Alex.); τὸ -κόν <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>35.13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[resulting from]] τόνος <span class="bibl">11.4</span>, [[κίνησις]], of God, opp. <b class="b3">μεταβατικῶς κινούμενος</b>, <span class="title">Stoic.</span>2.149, cf. 147, al. </span><span class="sense"><span class="bld">5</span> [[contractile]], [[ἐνέργεια]], of a muscle, Gal.4.436; [πέπερι] στομάχου -ώτερον Id.6.265. Adv. -κῶς Id.4.435.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:49, 5 April 2021
English (LSJ)
ή, όν, A of or for stretching, capable of extension, ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί Arist.PA693b12. 2 Mus., τὸ τονικὸν [χρῶμα] (opp. τὸ ἡμιτόνιον (fort. ἡμιόλιον, cf. Cleonid. Harm.7) and τὸ μαλακόν), one of the three forms of χρῶμα or chromatic scale, S.E.M.6.51. 3 of or for accents, τονικὰ παραγγέλματα A.D.Adv.181.9 (so περὶ τ. π., treatise by Jo.Alex.); τὸ -κόν A.D.Pron.35.13. 4 resulting from τόνος 11.4, κίνησις, of God, opp. μεταβατικῶς κινούμενος, Stoic.2.149, cf. 147, al. 5 contractile, ἐνέργεια, of a muscle, Gal.4.436; [πέπερι] στομάχου -ώτερον Id.6.265. Adv. -κῶς Id.4.435.
German (Pape)
[Seite 1127] durch Spannung bewirkt, tönend, in einem Tone bestehend, Sp.; – τὸ τ., der ganze Ton, S. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
τονικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ ἐκτείνῃ τι, ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 14. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς τόνου συνιστάμενος, τὸ τονικόν, ἀντίθετον τῷ ἡμιτόνιον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 51. 3) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τόνους, ὁ περὶ τόνων, Γραμμ.· - Ἰω. ὁ Ἀλεξανδρεὺς κατέλιπεν ἡμῖν πραγματείαν ἐπιγραφομένην τονικὰ παραγγέλματα.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τόνος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό
νεοελλ.
1. τονωτικός («τονικά φάρμακα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τονική
μουσ. ο βασικός φθόγγος από τον οποίο αρχίζει η σειρά τών οκτώ φθόγγων της μουσικής κλίμακας
3. το αρσ. ως ουσ. ο τονικός
βιολ. ανατομικός σχηματισμός ή φαινόμενο του οποίου η δραστηριότητα είναι συνεχής ή διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της διέγερσης που δέχεται
4. φρ. α) «τονικό σύστημα»
μουσ. η τονικότητα
β) «τονική μουσική» — μουσική που βασίζεται στην τονικότητα
γ) «τονικός τονισμός» — βλ. τονισμός
δ) «τονικά σημεία» — τα σημεία του τονισμού, οι τόνοι
ε) «τονικό ύψος» — η συχνότητα στην οποία βρίσκεται ένας ηχητικός τόνος
στ) «τονικός σπασμός»
ιατρ. σπασμός κατά τον οποίο οι μύες, ιδίως τών μελών, βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς σύσπασης
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να τείνει, να τεντώσει κάτι («ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί», Αριστοτ.)
2. (στους Στωικούς) αυτός που προκύπτει από τον τόνο
3. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να συστέλλει, συσταλτικός («τονικὴ ἐνέργεια», Γαλ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τονικόν
(ενν. χρῶμα) μία από τις τρεις μορφές της χρωματικής κλίμακας.
επίρρ...
τονικῶς Α
με συστολή.
Russian (Dvoretsky)
τονικός:
1) обладающий силой: κατὰ τὰς πτέρυγας τ. Arst. с сильными крыльями;
2) муз., грам. тонический.