κατοικτείρω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
m (Text replacement - "shew" to "show")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοικτείρω''': (-τίρ-) [[αἰσθάνομαι]] μέγαν οἶκτον, ἔλεον ἢ συμπάθειαν [[μετὰ]] λύπης [[πρός]] τινα, τινὰ Ἡρόδ. 1. 45., 4. 167, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 13, Εὐρ. 445, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[αἰσθάνομαι]] ἢ δεικνύω συμπάθειαν, Ἡρόδ. 7. 46· κατοικτείραντα ἐρωτᾶν, νὰ ἐρωτήσῃ [[μετὰ]] συμπαθείας, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6.
|lstext='''κατοικτείρω''': (-τίρ-) [[αἰσθάνομαι]] μέγαν οἶκτον, ἔλεον ἢ συμπάθειαν μετὰ λύπης [[πρός]] τινα, τινὰ Ἡρόδ. 1. 45., 4. 167, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 13, Εὐρ. 445, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[αἰσθάνομαι]] ἢ δεικνύω συμπάθειαν, Ἡρόδ. 7. 46· κατοικτείραντα ἐρωτᾶν, νὰ ἐρωτήσῃ μετὰ συμπαθείας, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικτείρω Medium diacritics: κατοικτείρω Low diacritics: κατοικτείρω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΤΕΙΡΩ
Transliteration A: katoikteírō Transliteration B: katoikteirō Transliteration C: katoikteiro Beta Code: katoiktei/rw

English (LSJ)

or κατοικτ-ίρω, irreg. aor. -οικτείρησα LXX4 Ma.8.20, 12.2: —A have mercy or compassion on, τινα Hdt.1.45, 4.167, al., S.OT13, E. Heracl.445, IG9(2).255 (Pharsalus); τὸ τῆς μητρὸς γῆρας LXX4 Ma. 8.20. II intr., feel, show compassion, κατοικτείραντα ἐρωτᾶν ask in compassion, Arist.Rh.1393b28; -οικτῖραι ὡς βραχὺς εἴη ὁ βίος feel compassion at the thought that... Hdt.7.46.

German (Pape)

[Seite 1403] vemitleiden; τοιάνδε ἕδραν Soph. O. R. 13; Eur. Heracl. 446; sp. D., wie Agath. 14 (V, 218); in Prosa, Her. 1, 45. 4, 167 Xen. Cyr. 7, 3, 13; absolut, Mitleid empfinden oder bezeugen, Her. 7, 46.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικτείρω: (-τίρ-) αἰσθάνομαι μέγαν οἶκτον, ἔλεον ἢ συμπάθειαν μετὰ λύπης πρός τινα, τινὰ Ἡρόδ. 1. 45., 4. 167, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 13, Εὐρ. 445, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., αἰσθάνομαι ἢ δεικνύω συμπάθειαν, Ἡρόδ. 7. 46· κατοικτείραντα ἐρωτᾶν, νὰ ἐρωτήσῃ μετὰ συμπαθείας, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6.

French (Bailly abrégé)

v. κατοικτίρω.

Greek Monolingual

κατοικτείρω και κατοικτίρω (ΑΜ)
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τον τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», Ηρόδ.)
2. δείχνω συμπάθεια, συμπαθώ («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» — να ρωτήσει με συμπάθεια, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἰκτείρω «ευσπλαγχνίζομαι, λυπάμαι»].

Greek Monotonic

κατοικτείρω: ή —ίρω, μέλ. -ερῶ,
I. τρέφω συμπόνοια ή έλεος για, τινά, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
II. αμτβ., αισθάνομαι ή δείχνω συμπόνοια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατοικτείρω: иметь сострадание, жалеть (τινά Her., Eur., Xen. etc.): κ. ἕδραν τινά Soph. быть тронутым каким-л. зрелищем; ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι Her. меня охватило чувство жалости.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικτείρω zie κατοικτίρω.

Middle Liddell

fut. ερῶ
I. to have mercy or compassion on, τινά Hdt., Soph., Eur., etc.
II. intr. to feel or show compassion, Hdt.