ὕπαιθα: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕπαιθᾰ''': Ἐπίρρ., (ὑπό, [[ὑπαί]]), [[ὕπαιθα]] λιάσθη, «εἰς πλάγιον ἐξέκλινεν, εἰς τοὔμπροσθεν» (Σχολ.), Ἰλ Ο. 520· [[ποταμός]]... ὕπ. ῥέων, [[κάτωθεν]] ῥέων, Υ. 275· ἡ δὲ ([[πέλεια]]) ὕπ. φοβεῖται, κύπτουσα ἢ πλαγίως φεύγει, Χ. 141. ΙΙ. πρόθεσ. | |lstext='''ὕπαιθᾰ''': Ἐπίρρ., (ὑπό, [[ὑπαί]]), [[ὕπαιθα]] λιάσθη, «εἰς πλάγιον ἐξέκλινεν, εἰς τοὔμπροσθεν» (Σχολ.), Ἰλ Ο. 520· [[ποταμός]]... ὕπ. ῥέων, [[κάτωθεν]] ῥέων, Υ. 275· ἡ δὲ ([[πέλεια]]) ὕπ. φοβεῖται, κύπτουσα ἢ πλαγίως φεύγει, Χ. 141. ΙΙ. πρόθεσ. μετὰ γενικ., αἱ μὲν [[ὕπαιθα]] ἄνακτος ἐπρίπνυον (δηλ. αἱ ἀμφίπολοι), ὑπεστήριζον αὐτὸν παραπλεύρως ἀσθμαίνουσαι, Ἰλ. Σ. 421· [[ὕπαιθα]] δὲ [[τοῖο]] λιασθεὶς φεῦγ’, πλαγίως δὲ ἐκκλίνας ἔφευγε, Φ. 255. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv., (ὑπό, ὑπαί) A out under, under and away, ὕ. λιάσθη yielded before him, under his attack, Il.15.520; ποταμὸς . . ὕ. ῥέων 21.271; ἡ δὲ [πέλεια] ὕ. φοβεῖται 22.141; κατακέκλιται ἤπειρόνδε κοίλη ὕ. νάπη A.R.2.735. II Prep. with gen. under, αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον (sc. αἱ ἀμφίπολοι) under him, so as to support him, Il.18.421; of one shrinking under an attack, ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς φεῦγ' 21.255. (Expld. as εἰς τὸ ἰθὺ καὶ ἀντικρὺ καὶ ἔμπροσθεν in Eust. 1030.20, cf. 1234.11, 1262.61; as ἐκ πλαγίου in Sch.A.R. l.c., denied or doubted by Eust. ll. cc.)
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαιθᾰ: Ἐπίρρ., (ὑπό, ὑπαί), ὕπαιθα λιάσθη, «εἰς πλάγιον ἐξέκλινεν, εἰς τοὔμπροσθεν» (Σχολ.), Ἰλ Ο. 520· ποταμός... ὕπ. ῥέων, κάτωθεν ῥέων, Υ. 275· ἡ δὲ (πέλεια) ὕπ. φοβεῖται, κύπτουσα ἢ πλαγίως φεύγει, Χ. 141. ΙΙ. πρόθεσ. μετὰ γενικ., αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐπρίπνυον (δηλ. αἱ ἀμφίπολοι), ὑπεστήριζον αὐτὸν παραπλεύρως ἀσθμαίνουσαι, Ἰλ. Σ. 421· ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς φεῦγ’, πλαγίως δὲ ἐκκλίνας ἔφευγε, Φ. 255.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 en se baissant, en dessous;
2 de côté, obliquement ; avec un gén. : en se détournant.
Étymologie: ὑπαί, -θα.
English (Autenrieth)
out from under, sidewise, Il. 15.520 ; τινός, sidewise away, at one's side, Il. 18.421.
Greek Monotonic
ὕπαιθᾰ: (ὑπαί), επίρρ.,
I. έξω και κάτω από, πλαγίως, προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πρόθ. με γεν., κάτω από, στην άκρη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαιθᾰ:
I adv. вбок, в сторону, прочь (λιάζεσθαι Hom.).
II praep. cum gen. рядом с (ὕ. τινος Hom.).
Middle Liddell
ὑπαί
I. out under, slipping away, Il.
II. prep. with gen. under, at the side of, Il.