παρεμπορεύομαι: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ;" to ";") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paremporeyomai | |Transliteration C=paremporeyomai | ||
|Beta Code=paremporeu/omai | |Beta Code=paremporeu/omai | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[traffic in besides]] : metaph., οὕτως μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης πάλιν συνειστήκει πότος = after this little love commerce, we were thirsty again Alciphr.<span class="title">Fr.</span>6.16 ; [[τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι]] = [[yield delight besides instruction]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>9</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[traffic in besides]] : metaph., οὕτως μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης πάλιν συνειστήκει πότος = after this little love commerce, we were thirsty again Alciphr.<span class="title">Fr.</span>6.16; [[τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι]] = [[yield delight besides instruction]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:00, 23 May 2021
English (LSJ)
A traffic in besides : metaph., οὕτως μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης πάλιν συνειστήκει πότος = after this little love commerce, we were thirsty again Alciphr.Fr.6.16; τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι = yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.
German (Pape)
[Seite 515] nebenbei womit handeln; übertr., nebenher verschaffen od. gewähren, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, d. i. neben der Belehrung auch Ergötzung gewähren, Luc. hist. conscr. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπορεύομαι: ἀποθ., ἐμπορεύομαι προσέτι, ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., παρέχω τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.
French (Bailly abrégé)
négocier par surcroît, fig. traiter en passant, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπορεύομαι.
Greek Monolingual
Α
1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού
2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.).
Greek Monotonic
παρεμπορεύομαι: αποθ., εμπορεύομαι επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι, προσφέρω τέρψη εκτός από διδασκαλία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
παρεμπορεύομαι: попутно доставлять: τὸ τερπνὸν π. Luc. побочным образом (т. е. наряду с поучением) доставлять и удовольствие.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εμπορεύομαι op de koop toe geven:. τὸ τερπνὸν π. aantrekkelijkheid als extraatje geven Luc. 59.9.
Middle Liddell
Dep. to traffic in besides:—metaph., τὸ τερπνὸν π. to yield delight besides instruction, Luc.