κυδιάνειρα: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kydianeira | |Transliteration C=kydianeira | ||
|Beta Code=kudia/neira | |Beta Code=kudia/neira | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰν], ἡ,</b> (κῦδος) fem.Adj. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bringing men glory]] or [[renown]], Homeric | |Definition=[<b class="b3">ᾰν], ἡ,</b> (κῦδος) fem.Adj. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bringing men glory]] or [[renown]], Homeric [[epithet]] of [[μάχη]], <span class="bibl">Il.4.225</span>, al.; once of the [[ἀγορή]], <span class="bibl">1.490</span>; of [[Φύσις]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>10.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[glorified by men]], [[famous for men]], Σπάρτα <span class="title">APl.</span>1.1 (Damag.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:29, 23 May 2021
English (LSJ)
[ᾰν], ἡ, (κῦδος) fem.Adj. A bringing men glory or renown, Homeric epithet of μάχη, Il.4.225, al.; once of the ἀγορή, 1.490; of Φύσις, Orph.H.10.5. II Pass., glorified by men, famous for men, Σπάρτα APl.1.1 (Damag.).
German (Pape)
[Seite 1524] ἡ (das mascul. kommt nicht vor, vgl. βωτιάνειρα, ἀντιάνειρα), den Mann verherrlichend, dem Manne Ruhm bringend; häufiges Beiwort von μάχη, Il. 4, 225 u. sonst; einmal auch ἀγορή, 1, 490; Damaget. 3 (Plan. 1) nennt so auch Sparta, das von Männern verherrlichte, durch Männer berühmt gewordene.
Greek (Liddell-Scott)
κῡδιάνειρα: ἡ, (κῦδος) ὡς τὸ ἀντιάνειρα, βωτιάνειρα, κτλ., ὡς ἐξ ἀρσ. εἰς -άνωρ, ἡ εἰς τοὺς ἄνδρας προξενοῦσα δόξαν, ἡ λαμπρύνουσα αὐτοὺς καὶ καθιστῶσα περιφήμους, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ μάχη, Ἰλ. Δ. 255, κτλ.· ἅπαξ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, εἰς ἀγορήν... κυδιάνειραν Α. 490· ἐπὶ τῆς Φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5. ΙΙ. Παθ., δοξασθεὶς ὑπὸ ἀνδρῶν, πεφημισμένος δι’ ἄνδρας, Σπάρτη Ἀνθ. Πλαν. 1. 1.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
1 qui rend glorieux;
2 illustre.
Étymologie: κυδιάω.
Spanish
Greek Monolingual
κυδιάνειρα, ἡ (Α)
1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες
2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι- (< κῦδος) + -άνειρα (θηλ. του ἀνήρ), πρβλ. βωτι-άνειρα].
Greek Monotonic
κῡδιάνειρα: ἡ (κῦδος, ἀνήρ), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει δόξα ή φήμη, τιμή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῡδῐάνειρα: (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей (μάχη, ἀγορή Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυδιάνειρα -ας [κῦδος, ἀνήρ] adj. f., die mannen glans verleent;. μάχη κ. de strijd die mannen glans verleent Il. 4.225.
Middle Liddell
κῡδι-άνειρα, ἡ, κῦδος, ἀνήρ
I. glorifying or ennobling men, bringing them glory or renown, Il.
II. pass. famous for men, Anth.