δορίγαμβρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[casada entre lanzas]], es decir, [[cuya boda provoca guerras]] Ἑλένα A.<i>A</i>.687.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[casada entre lanzas]], es decir, [[cuya boda provoca guerras]] Ἑλένα A.<i>A</i>.687.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:50, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐγαμβρος Medium diacritics: δορίγαμβρος Low diacritics: δορίγαμβρος Capitals: ΔΟΡΙΓΑΜΒΡΟΣ
Transliteration A: dorígambros Transliteration B: dorigambros Transliteration C: dorigamvros Beta Code: dori/gambros

English (LSJ)

ον, A bride of battles, i.e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, A.Ag.686 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 658] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend.

Greek (Liddell-Scott)

δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη αἰτία πολέμου ἕνεκα τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que son époux réclame la lance à la main.
Étymologie: δόρυ, γαμβρός.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
casada entre lanzas, es decir, cuya boda provoca guerras Ἑλένα A.A.687.

Greek Monolingual

δορίγαμβρος, -ον (Α)
φρ. «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» — την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν ποιός θα τήν πάρει» (Αισχ).

Greek Monotonic

δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, η νύφη των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με μάχη, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δορίγαμβρος: обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну (Ἑλένη Aesch.).

Middle Liddell

δορί-˘γαμβρος, ον adj
bride of battles, i. e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, Aesch.