ἀμόργινος: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀμόργῐνος) -ον | |dgtxt=(ἀμόργῐνος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[hecho de fibra de malva]] χιτώνια Ar.<i>Lys</i>.150, Pl.<i>Ep</i>.363a, χιτών Antiph.153, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1514.10 (IV a.C.), Poll.7.74, κάλυμμα Clearch.19, ἐσθήματα D.C.<i>Epit</i>.9.17.2, cf. Moer.44<br /><b class="num">•</b>tb. interpretado como [[hecho en Amorgos]] Sch.Ar.<i>Lys</i>.150<br /><b class="num">•</b>o [[de color de púrpura]], <i>EM</i> 129.17G, cf. St.Byz.s.u. Ἀμοργός, Sch.Ar.<i>Lys</i>.150<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀ. [[tela de fibra de malva]] Eup.241, Aeschin.1.97, Poll.7.74. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:20, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A made of ἀμοργίς, χιτώνια Ar.Lys.150, Pl.Ep.363a; χιτών Antiph.153, IG2.754.10; κάλυμμα Clearch.25; τὰ ἀ. (sc. ἱμάτια) Eup.241, Aeschin.1.97:—also expl. as pr. n., made in Amorgos, Poll.7.74; or purple, St.Byz. s.v. Ἀμοργός, EM129.15, cf. 86.16, Sch.Ar.Lys.150.
German (Pape)
[Seite 127] χιτώνιον Ar. Lys. 150; χιτών Antiphan Poll. 7, 57; τὰ ἀμ., kostbare Kleider, entweder von seinem Flachs, oder purpurne (πορφυροβαφῆ B. A. 204), Aesch. 1, 97. Bei Plat. Ep. XIII, 363 a dem σικελικὰ λίνα entgegengesetzt (also baumwollen?).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόργῐνος: -ον, ἐπίθ. ἐπὶ πολυτελῶν ἐνδυμάτων καὶ ὑφασμάτων, κατεσκευασμένων ἐξ ἀμοργίδος, ἤτοι λίνου ἐξ Ἀμοργοῦ, χιτώνια Ἀριστοφ. Λυσ. 150 (περιγραφόμενα ὡς διαφανῆ, αὐτόθι 48)· χιτὼν Ἀντιφάν. ἐν «Μηδείᾳ» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 12· κάλυμμα Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ἀμόργινα (ἐνν. ἱμάτια) Αἰσχίν. 14. 3, πρβλ. Βοίκχ. Π. Οἰ. 1. 141.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lin fin ou de pourpre, ou p.ê. de l’île d’Amorgos, une des Sporades.
Étymologie: ἀμόργη ou Ἄμοργος.
Spanish (DGE)
(ἀμόργῐνος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
hecho de fibra de malva χιτώνια Ar.Lys.150, Pl.Ep.363a, χιτών Antiph.153, IG 22.1514.10 (IV a.C.), Poll.7.74, κάλυμμα Clearch.19, ἐσθήματα D.C.Epit.9.17.2, cf. Moer.44
•tb. interpretado como hecho en Amorgos Sch.Ar.Lys.150
•o de color de púrpura, EM 129.17G, cf. St.Byz.s.u. Ἀμοργός, Sch.Ar.Lys.150
•subst. τὰ ἀ. tela de fibra de malva Eup.241, Aeschin.1.97, Poll.7.74.
Greek Monolingual
ἀμόργινος, -ον (Α) ἀμοργίς
1. ο κατασκευασμένος από λινάρι της Αμοργού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀμόργινα
βαρύτιμα λεπτά ενδύματα ή λεπτά νήματα βαμμένα με πορφύρα.
Greek Monotonic
ἀμόργῐνος: -ον, φτιαγμένος από αμοργινό λινάρι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμόργῐνος: (ᾰ) сотканный из аморгосского льна (χιτώνια Arph.).