ἀσπαστός: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. -ά <i>IE</i> 39.5, Mosch.5.7<br /><b class="num">1</b> [[recibido con alegría]], [[bienvenido]] ἥκεις, ὦ ποταμοῦ παῖ, ... ἀ. E.<i>Rh</i>.348, κάρτα ἀσπαστὸν ἐποιήσαντο καὶ ἀναλαβόντες παῖδας Hdt.5.98<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[con alegría]] ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἀσπαστὸν ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.<i>Sc</i>.42<br /><b class="num">•</b>[[grato]] τῷ δ' ἀσπαστὸν [[ἐείσατο]] κοιμηθῆναι <i>Od</i>.7.343, ἦ κ' ἀσπαστὸν ἐμοὶ καὶ παιδὶ γένοιτο <i>Od</i>.19.569, ὣς Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν [[ἐείσατο]] γαῖα καὶ ὕλη <i>Od</i>.5.398, cf. Mosch.l.c., πόσις <i>Od</i>.23.239, cf. 60, φάος ἠελίοιο <i>Od</i>.13.35, ἄνθετο τιμὰν δαίμοσι τ' ἀσπαστάν <i>IE</i> l.c., τὸ περὶ τὴν ἡδονὴν, πότερον ὅλον ἐστὶ τὸ γένος ἀσπαστόν Pl.<i>Phlb</i>.32d, τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον Hdt.1.62, cf. D.H.5.3, Them.<i>Or</i>.15.184d, ὥς τι ἀσπαστὸν ποιεῖσθαι Epicur.<i>Fr</i>.[77] 5, τῷ δ' ἀσπαστὸν ἔπος γένετ' εἰσαΐοντι A.R.1.1103<br /><b class="num">•</b>subst. διὰ τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν por lo que de agradable tiene la vida</i> Epicur.<i>Ep</i>.[4] 126.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[agradablemente]], [[con placer]] ἀ. ὑπήκουσαν Hdt.4.201, ἀ. κε παραὶ σέο καὶ τὸ δαείην A.R.2.415, οὐδ' οἱ χρόνῳ μολόντες ἀ. δόμους Lyc.1090, ἀ. δεξάμενος D.H.3.66, cf. Eus.<i>PE</i> 6.6.63.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. -ά <i>IE</i> 39.5, Mosch.5.7<br /><b class="num">1</b> [[recibido con alegría]], [[bienvenido]] ἥκεις, ὦ ποταμοῦ παῖ, ... ἀ. E.<i>Rh</i>.348, κάρτα ἀσπαστὸν ἐποιήσαντο καὶ ἀναλαβόντες παῖδας Hdt.5.98<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[con alegría]] ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἀσπαστὸν ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.<i>Sc</i>.42<br /><b class="num">•</b>[[grato]] τῷ δ' ἀσπαστὸν [[ἐείσατο]] κοιμηθῆναι <i>Od</i>.7.343, ἦ κ' ἀσπαστὸν ἐμοὶ καὶ παιδὶ γένοιτο <i>Od</i>.19.569, ὣς Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν [[ἐείσατο]] γαῖα καὶ ὕλη <i>Od</i>.5.398, cf. Mosch.l.c., πόσις <i>Od</i>.23.239, cf. 60, φάος ἠελίοιο <i>Od</i>.13.35, ἄνθετο τιμὰν δαίμοσι τ' ἀσπαστάν <i>IE</i> l.c., τὸ περὶ τὴν ἡδονὴν, πότερον ὅλον ἐστὶ τὸ γένος ἀσπαστόν Pl.<i>Phlb</i>.32d, τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον Hdt.1.62, cf. D.H.5.3, Them.<i>Or</i>.15.184d, ὥς τι ἀσπαστὸν ποιεῖσθαι Epicur.<i>Fr</i>.[77] 5, τῷ δ' ἀσπαστὸν ἔπος γένετ' εἰσαΐοντι A.R.1.1103<br /><b class="num">•</b>subst. διὰ τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν por lo que de agradable tiene la vida</i> Epicur.<i>Ep</i>.[4] 126.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[agradablemente]], [[con placer]] ἀ. ὑπήκουσαν Hdt.4.201, ἀ. κε παραὶ σέο καὶ τὸ δαείην A.R.2.415, οὐδ' οἱ χρόνῳ μολόντες ἀ. δόμους Lyc.1090, ἀ. δεξάμενος D.H.3.66, cf. Eus.<i>PE</i> 6.6.63.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:40, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπαστός Medium diacritics: ἀσπαστός Low diacritics: ασπαστός Capitals: ΑΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aspastós Transliteration B: aspastos Transliteration C: aspastos Beta Code: a)spasto/s

English (LSJ)

ή, όν, A = ἀσπάσιος, welcome, Hom. (only in Od.), Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο 13.35, cf. 5.398, 23.239; κάρτα ἀ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο Hdt.5.98; τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1.62, cf. E.Rh.348 (lyr.), Them.Or.15.184d (Comp.). Adv. -τῶς Hdt.4.201, Lyc.1090; τὸ τῆς ζωῆς ἀ. Epicur.Ep.3p.61U.; neut. ἀσπαστόν as Adv., Hes.Sc.42. 2 to be welcomed, Pl.Phlb. 32d. II ἄσπαστον, τό, an instrument of uncertain use, BGU544.25 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 373] erwünscht, willkommen; Od. 7, 343. 8, 295. 13, 35. 19, 569. 23, 60. 239; das neutr. ἀσπαστόν als advb. 5, 398 Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη; wünschenswerth, Plat. Phil. 32 c; ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον Her. 1, 62. – Adv. ἀσπαστῶς, ὑπήκουσαν Her. 4, 201.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπαστός: -ή, -όν, = ἀσπάσιος, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.), ἀσπ. τινι Ε. 398., Ν. 35· Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., κάρτα ἀσπ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο 5. 98· οἶσιν ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1. 62· ὡσαύτως παρ’ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 348, Πλάτ. Φιλ. 32D. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἡρόδ. 4. 201· οὐδ. ἀσπαστὸν ὡς ἐπίρρ. Ἡσ. Ἀσπ. 42.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accueilli avec joie, agréable ; neutre adv. • ἀσπαστόν avec joie;
Cp. ἀσπαστότερος.
Étymologie: ἀσπάζομαι.

English (Autenrieth)

welcome; ἀσπαστόν, ‘a grateful thing,’ Od. 5.398.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): dór. -ά IE 39.5, Mosch.5.7
1 recibido con alegría, bienvenido ἥκεις, ὦ ποταμοῦ παῖ, ... ἀ. E.Rh.348, κάρτα ἀσπαστὸν ἐποιήσαντο καὶ ἀναλαβόντες παῖδας Hdt.5.98
neutr. como adv. con alegría ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἀσπαστὸν ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42
grato τῷ δ' ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι Od.7.343, ἦ κ' ἀσπαστὸν ἐμοὶ καὶ παιδὶ γένοιτο Od.19.569, ὣς Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη Od.5.398, cf. Mosch.l.c., πόσις Od.23.239, cf. 60, φάος ἠελίοιο Od.13.35, ἄνθετο τιμὰν δαίμοσι τ' ἀσπαστάν IE l.c., τὸ περὶ τὴν ἡδονὴν, πότερον ὅλον ἐστὶ τὸ γένος ἀσπαστόν Pl.Phlb.32d, τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον Hdt.1.62, cf. D.H.5.3, Them.Or.15.184d, ὥς τι ἀσπαστὸν ποιεῖσθαι Epicur.Fr.[77] 5, τῷ δ' ἀσπαστὸν ἔπος γένετ' εἰσαΐοντι A.R.1.1103
subst. διὰ τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν por lo que de agradable tiene la vida Epicur.Ep.[4] 126.7.
2 adv. -ῶς agradablemente, con placer ἀ. ὑπήκουσαν Hdt.4.201, ἀ. κε παραὶ σέο καὶ τὸ δαείην A.R.2.415, οὐδ' οἱ χρόνῳ μολόντες ἀ. δόμους Lyc.1090, ἀ. δεξάμενος D.H.3.66, cf. Eus.PE 6.6.63.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀσπαστός, -ή, -ό) ασπάζομαι
ο ευπρόσδεκτος
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να γίνει αποδεκτός
αρχ.
ο επιθυμητός.
και άσπαγος, -η, -ο σπάω
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι»)
2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής
3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη.

Greek Monotonic

ἀσπαστός: -ή, -όν, = ἀσπάσιος, ευχάριστος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίρρ., -τως, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπαστός: Hom. = ἀσπάσιος 1.

Middle Liddell


= ἀσπάσιος, welcome, Od., Hdt. adv. -τῶς, Hdt.