ἀσπάσιος

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπᾰ́σιος Medium diacritics: ἀσπάσιος Low diacritics: ασπάσιος Capitals: ΑΣΠΑΣΙΟΣ
Transliteration A: aspásios Transliteration B: aspasios Transliteration C: aspasios Beta Code: a)spa/sios

English (LSJ)

[πᾰ], ἀσπασία, ἀσπάσιον, also ἀσπάσιος, ἀσπάσιον, Od.23.233, Luc.Nec.1:—
A welcome, gladly welcomed, ἀσπασίη τρίλλιστος ἐπήλυθε νύξ Il.8.488, cf. 10.35; ὡς δ' ὅτ' ἄν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ πατρός Od.5.394, etc. Adv. ἀσπασίως, ἀ. δ' ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο 13.33.
II well-pleased, glad, ἀσπάσιοι δ' ἐπέβαν γαίης 23.238; ἀσπάσιον δ' ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν they released him to his joy, 5.397. Adv. ἀσπασίως = gladly, Hom. with a Verb, to be glad to... as φημί μιν ἀσπασίως γόνυ κάμψειν Il.7.118, cf. 18.232, Od.4.523, etc.—Ep., exc. in Adv. ἀσπασίως = with glad welcome, A.Ag.1555 (lyr.); gladly, Hdt.7.152, Jul.Or.2.71a.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): jón. ἀσπασίη Il.8.488
• Prosodia: [-πᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον Od.23.233, Luc.Nec.1]
I 1de pers. o abstr. que llegan o se aparecen recibido con alegría, bienvenido, grato a c. dat. Ἀχαιοῖς ἀσπασίη ... ἐπήλυθε νύξ Il.l.c., τῇ δ' ἀσπάσιον βάλε φέγγος ἠριγενής A.R.3.823, ἦλθον ὁμίλῳ ἀσπάσιοι προτὶ ἄστυ Il.21.607, cf. Od.11.431, ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀ. γῆ νηχομένοισι φανήῃ Od.23.233, cf. 5.394, Stesich.45.1.2
sin rég. agradable οὐχ ἡδεῖά τις οὐδὲ ἀ. ἡ ὁδός Luc.l.c., ἀσπάσιον λάχε θάρσος Nonn.D.29.101.
2 como pred. contento, gozoso ἀσπάσιοι δ' ἐπέβαν γαίης Od.23.238, cf. 23.296, ἀ. ποσὶ λειμώνων τέρεν' ἄν[θ] εα τείρας Lyr.Adesp.11e.4.1, ἀσπάσιοι δὲ σὸν λόγον ... δέξαντο Nonn.Par.Eu.Io.17.8.
II adv. ἀσπασίως
1 gozosamente, con agrado ἀ. τε φίλως τε ἑὸν δόμον εἰσαφίκανεν Hes.Sc.45, ἀ. ... τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο Od.13.33, ἀσπασίως γόνυ κάμψειεν Il.7.118, ἀ. ... ἀνέπνεον Il.11.327, ἀ. ... ἀποφεροίατο ὀπίσω τὰ ἐσηνείκαντο Hdt.7.152
cariñosamente ἀ. δεξίας ἐ[φαψάμ] ενος Corinn.1.3.48, Ἰφιγένειά νιν ἀ. ... φιλήσει A.A.1555, ἀ. ... ἀμφιπεσοῦσα A.R.1.270, ἀ. ... ἔδωκε δῶρα Iul.Or.3.71a
con placer οὐ μίσγεται ἀ. τῷ ἀνδρί Hp.Mul.1.24.

German (Pape)

[Seite 373] fem. ἀσπάσιος Od. 23, 233, ἀσπασίη Iliad. 8, 488, vgl. Luc. Necyom. 1; willkommen, erwünscht, Hom. z. B. Iliad. 10, 35 τῷ δ' ἀσπάσιος γένετ' ἐλθών; erfreut, zufrieden, Hom. z. B. Od. 23, 238 ἀσπάσιοι δ' ἐπέβαν γαίης. – Adv. ἀσπασίως, gern, freudig, ἀσπασίως ἴδε γαῖαν Od. 4, 523, er war froh, daß er das Land sah, u. so öfter; ἀσπασίως τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο δόρπον ἐποίχεσθαι Od. 13, 33; Aesch. Ag. 1536; Theocr. 16, 7.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 accueilli avec joie, bienvenu, agréable;
2 joyeux, content.
Étymologie: ἀσπάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπάσιος: и
1 желанный, приятный, милый (οὐχ ἡδεῖα οὐδὲ ἀ. ὁδός Luc.): Ἀχαιοῖς ἀσπασίη ἐπήλυθε νύξ Hom. наступила желанная ахейцам ночь;
2 радующийся, довольный (ἀσπάσιοι ἐπέβαν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπάσιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Ὀδ. Ψ. 233, Λουκ. Νεκυομ. 1: (ἀσπάζομαι): ― εὐπρόσδεκτος, ἀσπαστός, ἀγαπητός, ἐπιθυμητός, ἀσπασίη τρίλλιστος ἐπήλυθε νὺξ Ἰλ. Θ. 488· ὡς δ’ ὅταν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανείη πατρὸς Ὀδ. Ε. 394 κτλ. ΙΙ. λίαν εὐχαριστημένος, πλήρης χαρᾶς, γαίης ἀσπάσιοι ἐπέβαν Ψ. 238· ἀσπάσιον δ’ ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν, τὸν ἀπήλλαξαν πρὸς μεγάλην χαράν του, Ε. 397: ― Ἐπίρρ. -ίως, εὐχαρίστως, προθύμως, μετὰ χαρᾶς, ὁ Ὅμ. μετὰ ῥήματος, ὡς, φημί μιν ἀσπασίως γόνυ κάμψειν Ἰλ. Η. 118, οὕτω καὶ Σ. 232, Ὀδ. Δ. 523, κτλ. ― Λέξις Ἐπ. ἀλλὰ τὸ ἐπίρρ. -ίως ἀπαντᾷ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1555 (λυρ.), καὶ παρ’ Ἡροδ. 7. 152. Πρβλ. ἀσπαστός, ἄσμενος.

English (Autenrieth)

(ἀσπάζομαι): (1) welcome; τῷ δ' ἀσπάσιος γένετ ἐλθών, Κ 3, Od. 9.466; so νύξ, γῆ, βίοτος, Od. 5.394 (cf. 397).—(2) glad, joyful, Il. 21.607, Od. 23.238. —Adv., ἀσπασίως, ν 33, Il. 7.118.

Greek Monolingual

ἀσπάσιος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον (AM)
1. ευπρόσδεκτος, αγαπητός, επιθυμητός
2. πάρα πολύ ευχαριστημένος, γεμάτος χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο επίθετο (από την Ιλιάδα), για τον σχηματισμό του οποίου μπορεί να υποτεθεί θ. ασπατ- με αναλογική επίδραση των πολλών επιθέτων σε -σιος (πρβλ. θαυμάσιος κ.ά.) Ο τ. ανάγεται έμμεσα στο ρ. ασπάζομαι και έχει μαρτυρηθεί, ως πιθ. ανθρωπωνύμιο από τη Μυκηναϊκή].

Greek Monotonic

ἀσπάσιος: -α, -ον και -ος, -ον (ἀσπάζομαι
I. ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος, σε Όμηρ.
II. πολύ ευχαριστημένος, χαρούμενος, στον ίδ.· επίρρ. -ίως, χαρούμενα, μετά χαράς, στον ίδ., Ηρόδ.

Frisk Etymological English

See also: ἀσπάζομαι

Middle Liddell

ἀσπάζομαι
I. welcome, gladly welcomed, Hom.
II. well-pleased, glad, Hom.:— adv. -ίως, gladly, Hom., Hdt.

Frisk Etymology German

ἀσπάσιος: {aspásios}
See also: s. ἀσπάζομαι.
Page 1,168

Translations

welcome

Armenian: ցանկալի, հաճելի, սպասված; Asturian: bienveníu; Basque: ongi etorri; Bengali: এস্তেকবাল; Bulgarian: желан, добре дошъл; Catalan: benvingut; Corsican: benvenutu,benvenuta; Czech: vítaný; Danish: velkommen, kærkommen; Dutch: welkom, welkome, graag gezien; Esperanto: bonvena; Finnish: tervetullut; French: bienvenu; Galician: benvido, benvindo; German: willkommen; Greek: ευπρόσδεκτος; Ancient Greek: ἀποδεκτός, ἀσπάσιος, ἀσπαστός, δεκτός, δόκιμος, ἐρατεινός, εὐάρεστος, κλητός, φίλος; Hebrew: ברוך הבא‎; Hungarian: szívesen látott, kellemes; Icelandic: velkominn; Indonesian: selamat datang; Interlingua: benvenite; Italian: benvenuto; Japanese: 歓迎すべき; Korean: 환영; Kwak'wala: ǥilakas'la; Latin: volens, acceptus, amicus; Macedonian: добредојден; Maltese: merħba; Norman: byinvenûn, beinv'nu; Norwegian Bokmål: kjærkommen, velkommen; Nynorsk: kjærkommen, kjærkomen, velkomen, velkommen; Occitan: benvengut; Polish: mile widziany; Portuguese: bem-vindo; Romanian: binevenit; Russian: желанный; Scots: walcum; Serbo-Croatian: željan, željna, željni, željno, poželjan, poželjna, poželjni, poželjno; Slovene: dobrodošel, dobrodošla; Sorbian Lower Sorbian: witany; Spanish: bienvenido, agradable; Swedish: välkommen; Tagalog: mabuhay; Thai: ยินดีต้อนรับ; Tigrinya: እንቋዕ ብደሐን መጻእካ, እንቋዕ ብደሐን መጻእኪ, እንቋዕ ብደሓን መጻእኩም, እንቋዕ ብደሓን መጻእክን; Turkish: hoş geldiniz, hoş geldin sg; Vietnamese: được hoan nghênh; Volapük: vekömik, benokömö; Welsh: i'w groesawu, i 'w chroesawu, i 'w croesawu; West Frisian: wolkom