επιστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(13)
 
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιστέλλω]] (AM) [[στέλλω]]<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] [[επιστολή]], [[μήνυμα]], [[επικοινωνώ]] γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς [[βιβλίον]] [[τάδε]] ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ἐπιστέλλω]] ἐπιστολάς τινι»)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[αγγελία]], [[παραγγέλνω]] («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῑσ’ ἐπιστέλλει [[τάδε]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]], [[παραγγέλνω]] («τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῡτα ἔπεμψε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] διαταγές να κάνουν [[κάτι]] («καὶ προστραπέσθαι τούσδ’ ἐπέστελλον δόμους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[παραγγελία]] στη [[διαθήκη]] μου<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] και [[απλώνω]] [[ένδυμα]] εξωτερικό, [[πάνω]] από [[άλλο]].
|mltxt=[[ἐπιστέλλω]] (AM) [[στέλλω]]<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] [[επιστολή]], [[μήνυμα]], [[επικοινωνώ]] γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς [[βιβλίον]] [[τάδε]] ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ἐπιστέλλω]] ἐπιστολάς τινι»)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[αγγελία]], [[παραγγέλνω]] («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῑσ’ ἐπιστέλλει [[τάδε]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]], [[παραγγέλνω]] («τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῦτα ἔπεμψε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] διαταγές να κάνουν [[κάτι]] («καὶ προστραπέσθαι τούσδ’ ἐπέστελλον δόμους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[παραγγελία]] στη [[διαθήκη]] μου<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] και [[απλώνω]] [[ένδυμα]] εξωτερικό, [[πάνω]] από [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 15:50, 25 July 2021

Greek Monolingual

ἐπιστέλλω (AM) στέλλω
1. στέλνω επιστολή, μήνυμα, επικοινωνώ γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», Ηρόδ.
β. «ἐπιστέλλω ἐπιστολάς τινι»)
2. στέλνω αγγελία, παραγγέλνω («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῑσ’ ἐπιστέλλει τάδε», Ευρ.)
3. διατάζω, παραγγέλνω («τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῦτα ἔπεμψε», Ξεν.)
4. δίνω διαταγές να κάνουν κάτι («καὶ προστραπέσθαι τούσδ’ ἐπέστελλον δόμους», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αφήνω παραγγελία στη διαθήκη μου
2. τραβώ και απλώνω ένδυμα εξωτερικό, πάνω από άλλο.