ἀντιπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que está cara a cara]], [[frente a frente]] de pers. ἀντιπρόσωποι μὲν μαχόμενοι X.<i>HG</i> 6.5.26, φιλήματα besos en la boca</i>, <i>AP</i> 12.251 (Strat.), de cosas ἀντιπρόσωποι στοαί LXX <i>Ez</i>.42.3, cf. Ach.Tat.3.7.6, Lib.<i>Or</i>.11.254<br /><b class="num">•</b>[[que está enfrente, frente a]] c. dat., de pers. τοῖς πολεμίοις X.<i>Cyr</i>.7.1.25, cf. Aen.Tact.22.11, D.C.40.23.1, Eus.<i>HE</i> 8.10.5<br /><b class="num">•</b>de anim. [[de frente]], [[encarado]] ὁ σῦς ... [[ἀντιπρόσωπος]] ἐχώρει δρόμῳ Ach.Tat.2.34.3, cf. Ael.<i>NA</i> 4.33, de cosas (αἱ ἀγκύλαι) ἀντιπρόσωποι ἀλλήλαις LXX <i>Ex</i>.26.5, cf. Thphr.<i>Sens</i>.52, LXX <i>Ez</i>.42.8<br /><b class="num">•</b>del viento [[contrario]], [[de cara]] τοὺς ... ἀνέμους ... πνέοντας τῇ Αἰγύπτῳ ἀντιπροσώπους Plu.2.897f, cf. Sch.Arat.916M.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ.<br /><b class="num">1</b> milit. [[dispoción de ataque en dos frentes]] por delante y por detrás, LXX 2<i>Re</i>.10.9.<br /><b class="num">2</b> náut. [[proa]] [[Διογένης]] ὁ ναύκληρος τῆς ἀκάτου τὸ ἀ. ἔδοξεν ἀπολωλεκέναι Artem.4.24, cf. 2.23.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[frente a frente]] ἵστασθαι Arist.<i>Mir</i>.835<sup>b</sup>11, [[δεῖ]] ἀντιπροσώπως ἀνακεκλῖσθαι Steph.<i>in Hp</i>.1.95.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que está cara a cara]], [[frente a frente]] de pers. ἀντιπρόσωποι μὲν μαχόμενοι X.<i>HG</i> 6.5.26, φιλήματα besos en la boca</i>, <i>AP</i> 12.251 (Strat.), de cosas ἀντιπρόσωποι στοαί LXX <i>Ez</i>.42.3, cf. Ach.Tat.3.7.6, Lib.<i>Or</i>.11.254<br /><b class="num">•</b>[[que está enfrente, frente a]] c. dat., de pers. τοῖς πολεμίοις X.<i>Cyr</i>.7.1.25, cf. Aen.Tact.22.11, D.C.40.23.1, Eus.<i>HE</i> 8.10.5<br /><b class="num">•</b>de anim. [[de frente]], [[encarado]] ὁ σῦς ... [[ἀντιπρόσωπος]] ἐχώρει δρόμῳ Ach.Tat.2.34.3, cf. Ael.<i>NA</i> 4.33, de cosas (αἱ ἀγκύλαι) ἀντιπρόσωποι ἀλλήλαις LXX <i>Ex</i>.26.5, cf. Thphr.<i>Sens</i>.52, LXX <i>Ez</i>.42.8<br /><b class="num">•</b>del viento [[contrario]], [[de cara]] τοὺς ... ἀνέμους ... πνέοντας τῇ Αἰγύπτῳ ἀντιπροσώπους Plu.2.897f, cf. Sch.Arat.916M.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ.<br /><b class="num">1</b> milit. [[dispoción de ataque en dos frentes]] por delante y por detrás, LXX 2<i>Re</i>.10.9.<br /><b class="num">2</b> náut. [[proa]] [[Διογένης]] ὁ ναύκληρος τῆς ἀκάτου τὸ ἀ. ἔδοξεν ἀπολωλεκέναι Artem.4.24, cf. 2.23.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀντιπροσώπως]] = [[frente a frente]] ἵστασθαι Arist.<i>Mir</i>.835<sup>b</sup>11, [[δεῖ]] [[ἀντιπροσώπως]] ἀνακεκλῖσθαι Steph.<i>in Hp</i>.1.95.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:17, 9 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπρόσωπος Medium diacritics: ἀντιπρόσωπος Low diacritics: αντιπρόσωπος Capitals: ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: antiprósōpos Transliteration B: antiprosōpos Transliteration C: antiprosopos Beta Code: a)ntipro/swpos

English (LSJ)

ον, A with the face towards, facing, τοῖς πολεμίοις X. Cyr.7.1.25, cf. Aen.Tact.22.11; face to face, ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι X.HG6.5.26; φιλήματα AP12.251 (Strat.); of images, reflected, Thphr.Sens.52,53; of winds, blowing in a contrary direction, Placit. 4.1.1. Adv. ἀντιπροσώπως = face to face Arist.Mir.835b11, Steph. inHp.1.95 D., al. II Subst. ἀντιπρόσωπον, τό, prow, Artem.2.23, 4.24.

German (Pape)

[Seite 259] (πρόσωπον), mit entgegengekehrtem Angesicht, gerad entgegensehend, Xen. Hell. 6, 5, 28; Plut. plac. phil. 4, 1; φιλήματα Strat. 90 (XII, 251); vgl. Sosipat. 1 (V, 54); – ἀντιπροσώπως μάχεσθαι Schol. Eur. Phoen. 1419.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπρόσωπος: -ον, ἔχων τὸ πρόσωπον ἐστραμμένον πρός τινα, τοὶς πολεμίοις Ξεν. Κύρ. 7.1, 25: - πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 5, 26. - Ἐπίρρ. -πως Ἀριστ. π. Θαυμ. 72: - Τὸ ῥῆμα -ωπέω, δύναμαι ἀντιβλέπειν, τινὶ Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opposé face à face, visage contre visage.
Étymologie: ἀντί, πρόσωπον.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que está cara a cara, frente a frente de pers. ἀντιπρόσωποι μὲν μαχόμενοι X.HG 6.5.26, φιλήματα besos en la boca, AP 12.251 (Strat.), de cosas ἀντιπρόσωποι στοαί LXX Ez.42.3, cf. Ach.Tat.3.7.6, Lib.Or.11.254
que está enfrente, frente a c. dat., de pers. τοῖς πολεμίοις X.Cyr.7.1.25, cf. Aen.Tact.22.11, D.C.40.23.1, Eus.HE 8.10.5
de anim. de frente, encarado ὁ σῦς ... ἀντιπρόσωπος ἐχώρει δρόμῳ Ach.Tat.2.34.3, cf. Ael.NA 4.33, de cosas (αἱ ἀγκύλαι) ἀντιπρόσωποι ἀλλήλαις LXX Ex.26.5, cf. Thphr.Sens.52, LXX Ez.42.8
del viento contrario, de cara τοὺς ... ἀνέμους ... πνέοντας τῇ Αἰγύπτῳ ἀντιπροσώπους Plu.2.897f, cf. Sch.Arat.916M.
II subst. τὸ ἀ.
1 milit. dispoción de ataque en dos frentes por delante y por detrás, LXX 2Re.10.9.
2 náut. proa Διογένης ὁ ναύκληρος τῆς ἀκάτου τὸ ἀ. ἔδοξεν ἀπολωλεκέναι Artem.4.24, cf. 2.23.
III adv. ἀντιπροσώπως = frente a frente ἵστασθαι Arist.Mir.835b11, δεῖ ἀντιπροσώπως ἀνακεκλῖσθαι Steph.in Hp.1.95.

Greek Monolingual

ο (AM ἀντιπρόσωπος)
νεοελλ.
1. αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου
2. «αντιπρόσωπος διπλωματικός» — το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική εκπροσώπηση του κράτους του στο εξωτερικό
3. «αντιπρόσωπος εμπορικός» — αυτός που αγοράζει ή πωλεί προϊόντα εμπορικά ή βιομηχανικά οίκων ημεδαπών ή αλλοδαπών, μετά από εντολή και για λογαριασμό τρίτων
αρχ.-μσν.
1. αυτός που αντικρίζει κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο
2. ο αντίπαλος, ο αντιμέτωπος
3. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται μπροστά στα μάτια κάποιου
4. το υποκατάστατο.

Greek Monotonic

ἀντιπρόσωπος: -ον (πρόσωπα), αυτός κοιτά καταπρόσωπα κάποιον, που έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς κάποιον, τινι, σε Ξεν.· αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπρόσωπος: обращенный лицом (к) (τινι Xen. и κατά τινα Plut.): ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι Xen. сражающиеся лицом к лицу; (ἄνεμος) ἀ. πνέων Plut. ветер, дующий прямо.

Middle Liddell

πρόσωπον
with the face towards, facing, τινι Xen.: face to face, Xen.