Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γῆθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γῆθος]], το (Α)<br />[[γηθοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γηθέω]]. Η λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαία, παρ' όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, [[γιατί]] απαντά ως β' συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη [[γλώσσα]] τών επών (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εύγᾱθής</i>, <i>μελιγᾱθής</i>, <i>πλουτογᾱθής</i>, [[πολυγηθής]], <i>φιλογᾱθής</i>)].
|mltxt=[[γῆθος]], το (Α)<br />[[γηθοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γηθέω]]. Η λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαία, παρ' όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, [[γιατί]] απαντά ως β' συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη [[γλώσσα]] τών επών ([[πρβλ]]. <i>εύγᾱθής</i>, <i>μελιγᾱθής</i>, <i>πλουτογᾱθής</i>, [[πολυγηθής]], <i>φιλογᾱθής</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῆθος Medium diacritics: γῆθος Low diacritics: γήθος Capitals: ΓΗΘΟΣ
Transliteration A: gē̂thos Transliteration B: gēthos Transliteration C: githos Beta Code: gh=qos

English (LSJ)

εος, τό, = γηθοσύνη (joy, delight), Epicur. Fr. 423, Plu. Ages. 29, Luc. Am. 9, etc.

German (Pape)

[Seite 489] τό, = folgdm, Luc. Amor. 9; Plat. Ages. 29 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γῆθος: -εος, τό, =τῷ ἑπομ., Πάρ Χρον. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 27, Πλούτ. Ἀγησ. 29, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
joie.
Étymologie: cf. γηθέω.

Spanish (DGE)

-εος, τό
alegría, gozo ἀνυπέρβλητον Epicur.Fr.[226], βέβαιον Plu.2.101b, πολύ Orph.H.45.7, cf. Plu.2.477d, 786d, Luc.Am.9, Them.Or.19.231b, Hsch.

Greek Monolingual

γῆθος, το (Α)
γηθοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω. Η λ. πρέπει να είναι αρχαία, παρ' όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, γιατί απαντά ως β' συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα τών επών (πρβλ. εύγᾱθής, μελιγᾱθής, πλουτογᾱθής, πολυγηθής, φιλογᾱθής)].

Greek Monotonic

γῆθος: -εος, τό = το επόμ., (γηθέω), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γῆθος: εος τό Plut., Luc. = γηθοσύνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γῆθος -εος, contr. -ους, τό [~ γηθέω blijdschap.