δινωτός: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δινωτός]], -ή, -όν (Α) [[δίνος]]<br /><b>1.</b> ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος<br /><b>2.</b> σκεπασμένος [[γύρω]] [[γύρω]]<br /><b>3.</b> [[περιστροφικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δίνος]], εφόσον το ρ. [[δινώ]] (-<i>όω</i>), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. [[δινωτός]] συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. <i>qeqinomeno</i>, <i>qeqinoto</i>, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην [[κατεργασία]] του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (<b>[[πρβλ]].</b> και [[βινέω]])].
|mltxt=[[δινωτός]], -ή, -όν (Α) [[δίνος]]<br /><b>1.</b> ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος<br /><b>2.</b> σκεπασμένος [[γύρω]] [[γύρω]]<br /><b>3.</b> [[περιστροφικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δίνος]], εφόσον το ρ. [[δινώ]] (-<i>όω</i>), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. [[δινωτός]] συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. <i>qeqinomeno</i>, <i>qeqinoto</i>, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην [[κατεργασία]] του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου ([[πρβλ]]. και [[βινέω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑνωτός Medium diacritics: δινωτός Low diacritics: δινωτός Capitals: ΔΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: dinōtós Transliteration B: dinōtos Transliteration C: dinotos Beta Code: dinwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A turned, rounded, λέχη, κλισίη, Il.3.391, Od.19.56; ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν (sc. ἀσπίδα) covered with… circular plates (or adorned with spirals), Il.13.407; θρόνος A.R.3.44. II whirling, κύκλοι Parm.1.7; πτέρυγες Epic.Alex.Adesp. 4.14 Pap.

Greek (Liddell-Scott)

δῑνωτός: -ή, -όν, (δινόω) τορνευτός, στρογγύλος, ἀσπίς, λέχος Ἰλ. Γ. 391, Ὀδ. Τ. 56· ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν [ἐνν. ἀσπίδα], κατεσκευασμένην κυκλοτερῶς διὰ δερμάτων βοῶν καὶ χαλκῶν πλακῶν, Ἰλ. Ν. 407.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d’airain.
Étymologie: δῖνος.

Spanish (DGE)

(δῑνωτός) -ή, -όν
• Grafía: graf. δειν- Hsch.
• Prosodia: [-ῐ- Man.6.577]
I 1redondo, ἀσπίς Il.13.407, Θυτήριον Arat.440, σάκος A.R.4.222, cf. AP 6.219 (Antip.Sid.), λίθος AP 16.306 (Leon.), ὦμοι Man.l.c., πόλος Nonn.D.1.364, 2.163.
2 torneado, aunque tal vez decorado con círculos o espirales λέχη Il.3.391, κλισίη δ. ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ Od.19.56, θρόνος A.R.3.44, δ. μολίβοιο ... κύβος Opp.H.4.83, cf. IG 22.1440.35 (IV a.C.), Hsch., Eust.1715.42.
II que gira, que da vueltas κύκλοι Parm.B 1.7, Arat.462, ἄστρων Κύκλος Ps.Emp.Sphaer.54, σκολιῇσι δράκων δ. ἀκάνθαις Nonn.D.12.319, cf. 38.162.

Greek Monolingual

δινωτός, -ή, -όν (Α) δίνος
1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος
2. σκεπασμένος γύρω γύρω
3. περιστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ (-όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. qeqinomeno, qeqinoto, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην κατεργασία του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (πρβλ. και βινέω)].

Greek Monotonic

δῑνωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από δινόω), τορνευτός, στρογγυλός, σε Όμηρ.· νώροπι χαλκῷ δινωτήν (ενν. ἀσπίδα), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δῑνωτός: обточенный в виде круга, закругленный: χαλκῷ δ. Hom. сработанный в виде медного круга.

Middle Liddell

adj [as if from δινόω
turned, rounded, Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] covered all round with brazen plates, Il.