ευήθης: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εύηθες (ΑΜ [[εὐήθης]], εὔηθες)<br />υπερβολικά [[αγαθός]] και [[αφελής]], [[χαζός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό [[ήθος]], [[απλός]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα [[γνώρισμα]] τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το [[άλλο]] τών πιο πανούργων, Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔηθες</i><br />[[αγαθό]] [[ήθος]], [[απλότητα]], [[εντιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) <b>(ευφημ.)</b> «καλόψυχη», [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή [[τραύμα]]) ευκολοθεράπευτος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὔηθές ἔστι» — [[είναι]] [[ανοησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐήθως</i> (Α)<br />με υπερβολική [[αφέλεια]], ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλο</i>-<i>ήθης</i>, <i>συν</i>-<i>ήθης</i>. Πρόκειται για ευφημισμό (<i>ευ</i>-<i>ήθης</i> = «με καλό χαρακτήρα») [[αντί]] του [[βλαξ]] («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. [[αγαθός]] και [[αγαθιάρης]] ([[συνδυασμός]] του ευφημιστικού θέματος <i>αγαθ</i>- με τη μειωτικής σημασίας [[κατάληξη]] -<i>ιάρης</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>κιτριν</i>-<i>ιάρης</i>, <i>κλαψ</i>-<i>ιάρης</i>, <i>κουλτουρ</i>-<i>ιάρης</i>)].
|mltxt=εύηθες (ΑΜ [[εὐήθης]], εὔηθες)<br />υπερβολικά [[αγαθός]] και [[αφελής]], [[χαζός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό [[ήθος]], [[απλός]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα [[γνώρισμα]] τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το [[άλλο]] τών πιο πανούργων, Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔηθες</i><br />[[αγαθό]] [[ήθος]], [[απλότητα]], [[εντιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) <b>(ευφημ.)</b> «καλόψυχη», [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή [[τραύμα]]) ευκολοθεράπευτος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὔηθές ἔστι» — [[είναι]] [[ανοησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐήθως</i> (Α)<br />με υπερβολική [[αφέλεια]], ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), [[πρβλ]]. <i>καλο</i>-<i>ήθης</i>, <i>συν</i>-<i>ήθης</i>. Πρόκειται για ευφημισμό (<i>ευ</i>-<i>ήθης</i> = «με καλό χαρακτήρα») [[αντί]] του [[βλαξ]] («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. [[αγαθός]] και [[αγαθιάρης]] ([[συνδυασμός]] του ευφημιστικού θέματος <i>αγαθ</i>- με τη μειωτικής σημασίας [[κατάληξη]] -<i>ιάρης</i><br />[[πρβλ]]. <i>κιτριν</i>-<i>ιάρης</i>, <i>κλαψ</i>-<i>ιάρης</i>, <i>κουλτουρ</i>-<i>ιάρης</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:54, 23 August 2021

Greek Monolingual

εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες)
υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο πανούργων, Λυσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔηθες
αγαθό ήθος, απλότητα, εντιμότητα
αρχ.
1. (για γυναίκα) (ευφημ.) «καλόψυχη», πόρνη
2. (για νόσο ή τραύμα) ευκολοθεράπευτος
3. φρ. «εὔηθές ἔστι» — είναι ανοησία.
επίρρ...
εὐήθως (Α)
με υπερβολική αφέλεια, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήθης (< ήθος), πρβλ. καλο-ήθης, συν-ήθης. Πρόκειται για ευφημισμό (ευ-ήθης = «με καλό χαρακτήρα») αντί του βλαξ («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. αγαθός και αγαθιάρης (συνδυασμός του ευφημιστικού θέματος αγαθ- με τη μειωτικής σημασίας κατάληξη -ιάρης
πρβλ. κιτριν-ιάρης, κλαψ-ιάρης, κουλτουρ-ιάρης)].