θαλασσοτείχιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλασσοτείχιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιβάλλεται από [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τείχιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τειχίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τείχιστος</i>, <i>ευαπο</i>-<i>τείχιστος</i>].
|mltxt=[[θαλασσοτείχιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιβάλλεται από [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τείχιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τειχίζω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>τείχιστος</i>, <i>ευαπο</i>-<i>τείχιστος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοτείχιστος Medium diacritics: θαλασσοτείχιστος Low diacritics: θαλασσοτείχιστος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΤΕΙΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: thalassoteíchistos Transliteration B: thalassoteichistos Transliteration C: thalassoteichistos Beta Code: qalassotei/xistos

English (LSJ)

ον, A gloss on ἁλιερκής, Sch.Pi.O.8.34.

German (Pape)

[Seite 1183] Erkl. von ἁλιερκής, Schol. Pind. Ol. 8, 34.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσοτείχιστος: -ον, ἑρμην. τοῦ ἁλιερκής, Σχόλ. Πινδ. Ὀλ. 8, 34.

Greek Monolingual

θαλασσοτείχιστος, -ον (Α)
αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α-τείχιστος, ευαπο-τείχιστος].