θυγατριδοῦς: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=θυγατριδοῡς και θυγατρίδης, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θυγατριδεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θυγατρ</i>-<i>ιδοῦς</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυγατρ</i>- του [[θυγάτηρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>θυγατρ</i>-<i>ός</i>, δοτ. <i>θυγατρ</i>-<i>ί</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιδοῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εός</i> με [[συναίρεση]]), δηλωτική του απογόνου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αδελφ</i>-<i>ιδούς</i>)].
|mltxt=θυγατριδοῡς και θυγατρίδης, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θυγατριδεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θυγατρ</i>-<i>ιδοῦς</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυγατρ</i>- του [[θυγάτηρ]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>θυγατρ</i>-<i>ός</i>, δοτ. <i>θυγατρ</i>-<i>ί</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιδοῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εός</i> με [[συναίρεση]]), δηλωτική του απογόνου ([[πρβλ]]. <i>αδελφ</i>-<i>ιδούς</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγατρῐδοῦς Medium diacritics: θυγατριδοῦς Low diacritics: θυγατριδούς Capitals: ΘΥΓΑΤΡΙΔΟΥΣ
Transliteration A: thygatridoûs Transliteration B: thygatridous Transliteration C: thygatridoys Beta Code: qugatridou=s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A daughter's son, grandson, Is.8.17, Arist.Fr.473, Ph.2.82,425, OGI529.23 (Sebastopolis): acc. -δῆ, as though from nom. -δεύς, ib. 377.5 (Smyrna, i A.D.):—Ion. θῠγατρ-ιδέος Hdt.5.67, 69.

French (Bailly abrégé)

v. θυγατριδέος.

Greek Monolingual

θυγατριδοῡς και θυγατρίδης, ὁ (Α)
βλ. θυγατριδεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδοῦς < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + κατάλ. -ιδοῦς (< -ιδ-εός με συναίρεση), δηλωτική του απογόνου (πρβλ. αδελφ-ιδούς)].

Greek Monotonic

θῠγατρῐδοῦς: -οῦ, ὁ, ο γιος της κόρης, εγγονός, σε Αττ.· Ιων. -ιδέος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θῠγατρῐδοῦς: ὁ стяж. = θυγατριδέος.

Middle Liddell


a daughter's son, grandson, attic; ionic -ιδέος, Hdt.

English (Woodhouse)

daughter's son

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)