Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάστορας: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και [[καστόρι]] και καστόρχι, το (AM [[κάστωρ]])<br /><b>ζωολ.</b> μικρό θηλαστικό τρωκτικό ζώο της οικογένειας [[καστορίδες]], γνωστό για το [[ωραίο]] και πολύτιμο [[δέρμα]] του και για την ικανότητά του να χτίζει φωλιές [[μέσα]] στο [[νερό]] τών ποταμών με κορμούς και κλάδους δέντρων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ορυκτ.)</b> το [[ορυκτό]] [[πεταλίτης]]<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Κάστωρ]]<br />[[ονομασία]] ενός από τους λαμπρότερους αστέρες του αστερισμού τών Διδύμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αντισπασμωδικό [[φάρμακο]] [[καστόρι]](ον) που παρασκευαζόταν από το [[έκκριμα]] τών γεννητικών αδένων του κάστορα<br /><b>2.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[κρόκος]]<br /><b>3.</b> <b>μυθ.</b> <b>ως κύριο όν.</b> ο [[ένας]] από τους Διόσκουρους, γιους του [[Διός]] και της Λήδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kad</i>- «[[διαπρέπω]], διακρίνομαι», [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «αυτός που διαπρέπει», και συνδέεται με παρακμ. [[κέκασμαι]], [[κεκαδμένος]] «διακρίνομαι» και <i>καστιάνειρα</i> και αρχ. ινδ, <i>ś</i><i>ā</i><i>śadun</i> «[[διαπρέπω]]». Η [[κατάληξη]] -<i>τωρ</i> εμφανίζεται [[συχνά]] σε ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αμύν</i>-<i>τωρ</i>). Τη λ. δανείστηκε η λατ. και από τη λατ. τή δανείστηκαν διάφορες ευρωπ. γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καστορίδες]], [[καστόριος]], [[καστόρι]](<i>ον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καστόρειος]], [[καστορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καστόρινος]]].
|mltxt=ο και [[καστόρι]] και καστόρχι, το (AM [[κάστωρ]])<br /><b>ζωολ.</b> μικρό θηλαστικό τρωκτικό ζώο της οικογένειας [[καστορίδες]], γνωστό για το [[ωραίο]] και πολύτιμο [[δέρμα]] του και για την ικανότητά του να χτίζει φωλιές [[μέσα]] στο [[νερό]] τών ποταμών με κορμούς και κλάδους δέντρων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ορυκτ.)</b> το [[ορυκτό]] [[πεταλίτης]]<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Κάστωρ]]<br />[[ονομασία]] ενός από τους λαμπρότερους αστέρες του αστερισμού τών Διδύμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αντισπασμωδικό [[φάρμακο]] [[καστόρι]](ον) που παρασκευαζόταν από το [[έκκριμα]] τών γεννητικών αδένων του κάστορα<br /><b>2.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[κρόκος]]<br /><b>3.</b> <b>μυθ.</b> <b>ως κύριο όν.</b> ο [[ένας]] από τους Διόσκουρους, γιους του [[Διός]] και της Λήδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kad</i>- «[[διαπρέπω]], διακρίνομαι», [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «αυτός που διαπρέπει», και συνδέεται με παρακμ. [[κέκασμαι]], [[κεκαδμένος]] «διακρίνομαι» και <i>καστιάνειρα</i> και αρχ. ινδ, <i>ś</i><i>ā</i><i>śadun</i> «[[διαπρέπω]]». Η [[κατάληξη]] -<i>τωρ</i> εμφανίζεται [[συχνά]] σε ανθρωπωνύμια ([[πρβλ]]. <i>Αμύν</i>-<i>τωρ</i>). Τη λ. δανείστηκε η λατ. και από τη λατ. τή δανείστηκαν διάφορες ευρωπ. γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καστορίδες]], [[καστόριος]], [[καστόρι]](<i>ον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καστόρειος]], [[καστορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καστόρινος]]].
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο και καστόρι και καστόρχι, το (AM κάστωρ)
ζωολ. μικρό θηλαστικό τρωκτικό ζώο της οικογένειας καστορίδες, γνωστό για το ωραίο και πολύτιμο δέρμα του και για την ικανότητά του να χτίζει φωλιές μέσα στο νερό τών ποταμών με κορμούς και κλάδους δέντρων
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) το ορυκτό πεταλίτης
2. αστρον. ως κύριο όν. Κάστωρ
ονομασία ενός από τους λαμπρότερους αστέρες του αστερισμού τών Διδύμων
αρχ.
1. το αντισπασμωδικό φάρμακο καστόρι(ον) που παρασκευαζόταν από το έκκριμα τών γεννητικών αδένων του κάστορα
2. άλλη ονομασία του φυτού κρόκος
3. μυθ. ως κύριο όν. ο ένας από τους Διόσκουρους, γιους του Διός και της Λήδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα kad- «διαπρέπω, διακρίνομαι», οπότε θα είχε τη σημ. «αυτός που διαπρέπει», και συνδέεται με παρακμ. κέκασμαι, κεκαδμένος «διακρίνομαι» και καστιάνειρα και αρχ. ινδ, śāśadun «διαπρέπω». Η κατάληξη -τωρ εμφανίζεται συχνά σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αμύν-τωρ). Τη λ. δανείστηκε η λατ. και από τη λατ. τή δανείστηκαν διάφορες ευρωπ. γλώσσες.
ΠΑΡ. καστορίδες, καστόριος, καστόρι(ον)
αρχ.
καστόρειος, καστορίζω
νεοελλ.
καστόρινος].