καπιταλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ([[κατά]] την αστική [[κοινωνιολογία]]) [[κεφαλαιοκρατία]], κοινωνικό και οικονομικό [[σύστημα]] με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την [[πίστη]] στη [[δύναμη]] του υλικού κεφαλαίου, την [[αποδοχή]] του κέρδους ως κινήτρου της οικονομικής δραστηριότητας, την [[αρχή]] της ιδιοκτησίας και τον νόμο του ανταγωνισμού<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τη μαρξιστική [[θεωρία]]) το κοινωνικό και οικονομικό [[σύστημα]] που έχει ως [[βάση]] την ατομική [[ιδιοκτησία]] στα κύρια [[μέσα]] παραγωγής και την [[εκμετάλλευση]] της [[μισθωτής]] εργασίας και στο οποίο την [[πολιτική]] [[εξουσία]] κατέχει η αστική [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>capitalisme</i> <span style="color: red;"><</span> <i>capital</i> (<span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>capitale</i>, <b>βλ.</b> [[καπιτάλι]])].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ([[κατά]] την αστική [[κοινωνιολογία]]) [[κεφαλαιοκρατία]], κοινωνικό και οικονομικό [[σύστημα]] με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την [[πίστη]] στη [[δύναμη]] του υλικού κεφαλαίου, την [[αποδοχή]] του κέρδους ως κινήτρου της οικονομικής δραστηριότητας, την [[αρχή]] της ιδιοκτησίας και τον νόμο του ανταγωνισμού<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τη μαρξιστική [[θεωρία]]) το κοινωνικό και οικονομικό [[σύστημα]] που έχει ως [[βάση]] την ατομική [[ιδιοκτησία]] στα κύρια [[μέσα]] παραγωγής και την [[εκμετάλλευση]] της [[μισθωτής]] εργασίας και στο οποίο την [[πολιτική]] [[εξουσία]] κατέχει η αστική [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>capitalisme</i> <span style="color: red;"><</span> <i>capital</i> (<span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>capitale</i>, <b>βλ.</b> [[καπιτάλι]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. (κατά την αστική κοινωνιολογία) κεφαλαιοκρατία, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την πίστη στη δύναμη του υλικού κεφαλαίου, την αποδοχή του κέρδους ως κινήτρου της οικονομικής δραστηριότητας, την αρχή της ιδιοκτησίας και τον νόμο του ανταγωνισμού
2. (κατά τη μαρξιστική θεωρία) το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που έχει ως βάση την ατομική ιδιοκτησία στα κύρια μέσα παραγωγής και την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και στο οποίο την πολιτική εξουσία κατέχει η αστική τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisme < capital (< ιταλ. capitale, βλ. καπιτάλι)].