κενεόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κενεόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που ματαιοφρονεί, ο [[ματαιόδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ε</i>)<i>ο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κεν</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], -<i>ενός</i> «[[μυαλό]], [[καρδιά]]»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φρεν</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρατερό</i>-<i>φρων</i>, <i>ταπεινό</i>-<i>φρων</i>)].
|mltxt=[[κενεόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που ματαιοφρονεί, ο [[ματαιόδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ε</i>)<i>ο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κεν</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], -<i>ενός</i> «[[μυαλό]], [[καρδιά]]»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φρεν</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρατερό</i>-<i>φρων</i>, <i>ταπεινό</i>-<i>φρων</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεόφρων Medium diacritics: κενεόφρων Low diacritics: κενεόφρων Capitals: ΚΕΝΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: keneóphrōn Transliteration B: keneophrōn Transliteration C: keneofron Beta Code: keneo/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A empty-minded, δῆμος Thgn.233; μῦθος, αὖχαι, Simon.75, Pi.N.11.29:—also κενόφρων, βουλεύματα A. Pr.762.

German (Pape)

[Seite 1416] ονος, leeres, eitles Sinnes; δῆμος Theogn. 233. 847; αὖχαι Pind. N. 11, 29; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

κενεόφρων: -ον, μάταια φρονῶν, ματαιόφρων, κ. δῆμος Θέογν. 233, Σιμων. 75· κ. αὖχαι Πινδ. Ν. 11. 38·- οὐδ. κενεόφρονα φῦλα Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit vain.
Étymologie: κενεός, φρήν.

English (Slater)

κενεόφρων
   1 empty minded ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (N. 11.29) κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν (sc. φθόνον) fr. 212.

Greek Monolingual

κενεόφρων, -ον (Α)
αυτός που ματαιοφρονεί, ο ματαιόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ε)ο- (βλ. κενο-) + -φρων (< φρήν, -ενός «μυαλό, καρδιά»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. κρατερό-φρων, ταπεινό-φρων)].

Greek Monotonic

κενεόφρων: -ον (φρήν), ματαιόφρων, σε Θέογν., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κενεόφρων: 2, gen. ονος тщеславный, пустой (αὖχαι Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεόφρων -ον ook κενόφρων [κενεός, φρήν] leeghoofdig, dwaas.

Middle Liddell

φρήν
empty-minded, Theogn., Pind.