κράσπεδο: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κράσπεδον]])<br /><b>1.</b> το ακρότατο [[μέρος]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> το [[άκρο]] υφάσματος, η [[ούγια]], ή ενδύματος, ο [[γύρος]], ο [[ποδόγυρος]] (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ.<br />β. «ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τα κράσπεδα του όρους» — οι [[πρόποδες]], οι υπώρειες του βουνού<br />β) «κράσπεδα στρατοπέδου» — τα κέρατα της παράταξης, οι άκρες της στρατιωτικής παράταξης («ὄχλον πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου τεταγμένον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> όργανο που φέρουν ορισμένες μέδουσες στο [[σκιάδιο]] του σώματός τους και το οποίο με τη [[συστολή]] και [[διαστολή]] του προκαλεί [[εισροή]] και [[εκροή]] του νερού, [[χάρη]] στις οποίες μετακινείται το ζώο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κράσπεδο]] πεζοδρομίου» — το ακραίο πέτρινο [[τμήμα]] του πεζοδρομίου [[προς]] την [[πλευρά]] του δρόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα όρια μιας χώρας («σχεδὸν παρ' αὐτοῖς κρασπέδοις Εὐρωπίας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάθηση]] της σταφυλής του λαιμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κράσ</i>-<i>πεδον</i>. Το α' συνθετικό συνδέεται με τις λ. [[κάρα]], (<i>τὸ</i>), [[κράς]], -[[κρατός]] (<i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>) «[[κεφάλι]], [[κορυφή]]», ενώ β' [[είναι]] η λ. [[πέδον]] «[[πεδιάδα]], [[έδαφος]]» ( | |mltxt=το (AM [[κράσπεδον]])<br /><b>1.</b> το ακρότατο [[μέρος]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> το [[άκρο]] υφάσματος, η [[ούγια]], ή ενδύματος, ο [[γύρος]], ο [[ποδόγυρος]] (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ.<br />β. «ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τα κράσπεδα του όρους» — οι [[πρόποδες]], οι υπώρειες του βουνού<br />β) «κράσπεδα στρατοπέδου» — τα κέρατα της παράταξης, οι άκρες της στρατιωτικής παράταξης («ὄχλον πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου τεταγμένον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> όργανο που φέρουν ορισμένες μέδουσες στο [[σκιάδιο]] του σώματός τους και το οποίο με τη [[συστολή]] και [[διαστολή]] του προκαλεί [[εισροή]] και [[εκροή]] του νερού, [[χάρη]] στις οποίες μετακινείται το ζώο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κράσπεδο]] πεζοδρομίου» — το ακραίο πέτρινο [[τμήμα]] του πεζοδρομίου [[προς]] την [[πλευρά]] του δρόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα όρια μιας χώρας («σχεδὸν παρ' αὐτοῖς κρασπέδοις Εὐρωπίας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάθηση]] της σταφυλής του λαιμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κράσ</i>-<i>πεδον</i>. Το α' συνθετικό συνδέεται με τις λ. [[κάρα]], (<i>τὸ</i>), [[κράς]], -[[κρατός]] (<i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>) «[[κεφάλι]], [[κορυφή]]», ενώ β' [[είναι]] η λ. [[πέδον]] «[[πεδιάδα]], [[έδαφος]]» ([[πρβλ]]. <i>γή</i>-<i>πεδον</i>, <i>δά</i>-<i>πεδον</i>), [[οπότε]] η αρχική σημ. της λ. θα ήταν «το ψηλότερο [[σημείο]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM κράσπεδον)
1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος
2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ.
β. «ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ», ΚΔ)
3. φρ. α) «τα κράσπεδα του όρους» — οι πρόποδες, οι υπώρειες του βουνού
β) «κράσπεδα στρατοπέδου» — τα κέρατα της παράταξης, οι άκρες της στρατιωτικής παράταξης («ὄχλον πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου τεταγμένον», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ζωολ. όργανο που φέρουν ορισμένες μέδουσες στο σκιάδιο του σώματός τους και το οποίο με τη συστολή και διαστολή του προκαλεί εισροή και εκροή του νερού, χάρη στις οποίες μετακινείται το ζώο
2. φρ. «κράσπεδο πεζοδρομίου» — το ακραίο πέτρινο τμήμα του πεζοδρομίου προς την πλευρά του δρόμου
αρχ.
1. τα όρια μιας χώρας («σχεδὸν παρ' αὐτοῖς κρασπέδοις Εὐρωπίας», Ευρ.)
2. πάθηση της σταφυλής του λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράσ-πεδον. Το α' συνθετικό συνδέεται με τις λ. κάρα, (τὸ), κράς, -κρατός (ὁ, ἡ) «κεφάλι, κορυφή», ενώ β' είναι η λ. πέδον «πεδιάδα, έδαφος» (πρβλ. γή-πεδον, δά-πεδον), οπότε η αρχική σημ. της λ. θα ήταν «το ψηλότερο σημείο»].