λαβρόσυτος: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαβρόσυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά με [[μανία]], με θυελλώδη [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάβρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>συτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[ορμώ]], [[εκτοξεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεό</i>-<i>συτος</i>].
|mltxt=[[λαβρόσυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά με [[μανία]], με θυελλώδη [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάβρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>συτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[ορμώ]], [[εκτοξεύω]]»), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>συτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβρόσῠτος Medium diacritics: λαβρόσυτος Low diacritics: λαβρόσυτος Capitals: ΛΑΒΡΟΣΥΤΟΣ
Transliteration A: labrósytos Transliteration B: labrosytos Transliteration C: lavrosytos Beta Code: labro/sutos

English (LSJ)

ον, (σεύω) A rushing furiously, A.Pr.600 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 2] ἦλθον, schnell fortgerissen, in stürmischer Hast, Aesch. Prom. 603, früher λαβρόσσυτος.

Greek (Liddell-Scott)

λαβρόσῠτος: -ον, (σεύω) μανιωδῶς ὁρμῶν, ὁρμητικώτατος, Αἰσχύλ. Πρ. 601 (Λυρ).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance impétueusement.
Étymologie: λάβρος, σεύω.

Greek Monolingual

λαβρόσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά με μανία, με θυελλώδη ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. θεό-συτος].

Greek Monotonic

λαβρόσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά με μανία, ορμητικώτατος, βίαιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λαβρόσῠτος: бурно устремляющийся, стремительный Aesch.

Middle Liddell

λαβρό-σῠτος, ον σεύω
rushing furiously, Aesch.