κύπρος: Difference between revisions
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κύπρος]], ἡ (AM)<br />το [[δένδρο]] λαουσονία η [[άοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κύπρινον]] («τῆς κύπρου ἡ [[ἐργασία]] παραπλησία τῇ τοῦ ροδίνου», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] σιτηρών<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κεφάλαιον]] ἀριθμοῡ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «[[δένδρο]] λαουσονία η [[άοπλος]]» [[είναι]] [[προφανώς]] δάνεια, σημιτ. προελεύσεως ( | |mltxt=[[κύπρος]], ἡ (AM)<br />το [[δένδρο]] λαουσονία η [[άοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κύπρινον]] («τῆς κύπρου ἡ [[ἐργασία]] παραπλησία τῇ τοῦ ροδίνου», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] σιτηρών<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κεφάλαιον]] ἀριθμοῡ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «[[δένδρο]] λαουσονία η [[άοπλος]]» [[είναι]] [[προφανώς]] δάνεια, σημιτ. προελεύσεως ([[πρβλ]]. εβρ. <i>koper</i>)<br />με τη σημ. «[[μέτρο]] σιτηρών» η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. και παραμένει αβέβαιη η [[υπόθεση]] ότι [[είναι]] σημιτ. προελεύσεως]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A henna, Lawsonia inermis, LXX Ca.1.14, AP4.1.42 (Mel.), Dsc.1.95, J.BJ4.8.3. 2 = κύπρινον μύρον, Thphr.Od.25, PPetr.2p.114 (iii B.C.), etc. II a measure of corn, Alc.141, SIG302 (Gambreum, iv B.C.), Rev.Ét.Gr.19.237 (Aphrod.). 2 = κεφάλαιον ἀριθμοῦ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1534] (s. nom. pr.), ἡ, ein auf der Insel Cyprus häufig wachsender Baum, mit Blättern, denen des Oelbaums ähnlich, aus dessen weißer Blüthe ein wohlriechendes Oel gemacht wurde, Diosc. – Nach Hesych. auch ein Getreidemaaß, zwei modii haltend; vgl. Poll. 4, 169 u. 10, 113 aus Alcaeus.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
cyprus ou henné, plante odorante, à Chypre, en Syrie, en Égypte.
Étymologie: Κύπρος.
Greek Monolingual
κύπρος, ἡ (AM)
το δένδρο λαουσονία η άοπλος
αρχ.
1. το κύπρινον («τῆς κύπρου ἡ ἐργασία παραπλησία τῇ τοῦ ροδίνου», Θεόφρ.)
2. μέτρο σιτηρών
3. (κατά τον Ησύχ.) «κεφάλαιον ἀριθμοῡ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δένδρο λαουσονία η άοπλος» είναι προφανώς δάνεια, σημιτ. προελεύσεως (πρβλ. εβρ. koper)
με τη σημ. «μέτρο σιτηρών» η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και παραμένει αβέβαιη η υπόθεση ότι είναι σημιτ. προελεύσεως].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύπρος -ου, ἡ hennastruik. cypros ( bep. inhoudsmaat).
Russian (Dvoretsky)
κύπρος: ἡ бот. кипр (Lawsonia alba, кустарник, из цветов которого добывались благовония) Anth.
Frisk Etymological English
1
Grammatical information: f.
Meaning: henna, Lawsonia inermis, and the salve from it (Thphr., LXX, Dsc.).
Derivatives: κύπρινον (μύρον, ἔλαιον, Dsc. Aret.); κύπριον τὸ ἀρνόγλωσσον H. (= Plantago etc.). Denomin. verb κυπρίζω bloom with κυπρισμός blooming (of olive or vine, LXX, Eust.). On κυπρῖνος s. v.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: From Semitic; cf. Hebr. kōfer (Lewy Fremdw. 40 f.). Whether κύπειρον, -ος with Lewy belongs here, is uncertain (but see s. v.); cf. Schrader-Nehring Reallex. 1, 671. Masson, Emprunts sémit. 52.
2
Grammatical information: m.
Meaning: corn measure (Alc., inscr.); ἡμί-κυπρον (Hippon.), after H. = ἥμισυ μεδίμνου.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Persson Beitr. 1, 104 n. 4 compares κύπελλον, κύπη; well-argued doubts in WP. 1, 373; rather LW [loanword]. - Lewy Fremdw. 263 n. 1 reminds of Hebr. kepōr beaker (?).