λαοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαοφόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον [[δόρυ]]», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολο</i>-[[φόνος]], [[θηρο]]-[[φόνος]].
|mltxt=[[λαοφόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον [[δόρυ]]», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]»), [[πρβλ]]. <i>δολο</i>-[[φόνος]], [[θηρο]]-[[φόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:16, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοφόνος Medium diacritics: λαοφόνος Low diacritics: λαοφόνος Capitals: ΛΑΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: laophónos Transliteration B: laophonos Transliteration C: laofonos Beta Code: laofo/nos

English (LSJ)

ον,

A slaying the people, δόρυ B.12.120; Διομήδης Theoc.17.53; ξίφος IG14.1294.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοφόνος: -ον, φονεύων τὸν λαόν, Θεόκρ. 17. 53, Συλλ. Ἐπιγρ. 6854f.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue le peuple.
Étymologie: λαός, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

λαοφόνος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φόνος (< θείνω «φονεύω»), πρβλ. δολο-φόνος, θηρο-φόνος.

Greek Monotonic

λᾱοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει τον λαό, ολέθριος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοφόνος: человекоубийственный (Διομήδης Theocr.).

Middle Liddell

λᾱο-φόνος, ον [*φένω
slaying the people, Theocr.