μεγαλοπράγμων: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλοπράγμων]], -ον)<br />αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>].
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλοπράγμων]], -ον)<br />αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:48, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπράγμων Medium diacritics: μεγαλοπράγμων Low diacritics: μεγαλοπράγμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: megaloprágmōn Transliteration B: megalopragmōn Transliteration C: megalopragmon Beta Code: megalopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A disposed to do great deeds, forming great designs, X.HG5.2.36, Plu.Ages. 32.

German (Pape)

[Seite 107] ον, große Thaten thuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui entreprend de grandes choses.
Étymologie: μέγας, πρᾶγμα.

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλοπράγμων, -ον)
αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων].

Greek Monotonic

μεγᾰλοπράγμων: -ον (πράσσω), αυτός που διατίθεται να πράξει σπουδαία πράγματα, μεγαλόπνοα σχέδια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπράγμων: 2, gen. ονος склонный к широким начинаниям, замышляющий большие дела Xen., Plut.

Middle Liddell

μεγᾰλο-πράγμων, ον, πράσσω
disposed to do great deeds, forming great designs, Xen.