μεγαλόδοξος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> πολύ [[ένδοξος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοδόξως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[δόξα]], πολύ ένδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> πολύ [[ένδοξος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοδόξως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[δόξα]], πολύ ένδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. <i>ματαιό</i>-<i>δοξος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A very glorious, Εὐνομία Pi.O.9.16; κύριος OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); Ῥώμη Plu. Thes.1, cf. Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -ξως LXX 3 Ma.6.39.
German (Pape)
[Seite 106] von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόδοξος: -ον, λίαν ἔνδοξος, Εὐνομία Πινδ. Ο. 9. 26, Πλουτ. Θησ. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de grande réputation, illustre.
Étymologie: μέγας, δόξα.
English (Slater)
μεγᾰλόδοξος, -ον
1 of great fame σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.16)
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόδοξος, -ον)
1. πολύ ένδοξος
2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
επίρρ...
μεγαλοδόξως (Α)
με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιό-δοξος].
Greek Monotonic
μεγᾰλόδοξος: -ον (δόξα), πολύ ένδοξος, σε Πίνδ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόδοξος: покрытый великой славой, прославленный Pind., Plut.