μελαμφαής: Difference between revisions
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελαμφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, [[μαύρος]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («μελαμφαὲς οἴχεται δι' [[Ἔρεβος]] χθονὶ κρυφθείς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), | |mltxt=[[μελαμφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, [[μαύρος]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («μελαμφαὲς οἴχεται δι' [[Ἔρεβος]] χθονὶ κρυφθείς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:12, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A whose light is blackness, μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.Hel.518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.
German (Pape)
[Seite 118] ές, schwarz scheinend, dunkel, ἔρεβος, Eur. Hel. 525; Carcin. bei D. Sic. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
μελαμφαής: -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, μαῦρος, σκοτεινός, μελαμφαὲς οἴχεται δ’ Ἔρεβος Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)· δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sombre, obscur.
Étymologie: μέλας, φάος.
Spanish
Greek Monolingual
μελαμφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός («μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -φαής (< φάος), πρβλ. λαμπρο-φαής, χρυσο-φαής].
Greek Monotonic
μελαμφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή ανταύγεια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μελαμφαής: черный на вид (Ἔρεβος Eur.).