ἀσπερχές: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπερχές]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />ακατάπαυστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (αθροιστικό-επιτακτικό) <span style="color: red;">+</span> <b>πιθ.</b> <i>σπέρχος</i>, το (<span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i>), του οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το [[επίθημα]] -<i>nο</i>-στον τ. [[σπερχνός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[έρεβος]]-[[ερεμνός]])].
|mltxt=[[ἀσπερχές]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />ακατάπαυστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (αθροιστικό-επιτακτικό) <span style="color: red;">+</span> <b>πιθ.</b> <i>σπέρχος</i>, το (<span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i>), του οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το [[επίθημα]] -<i>nο</i>-στον τ. [[σπερχνός]] ([[πρβλ]]. [[έρεβος]]-[[ερεμνός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:52, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπερχές Medium diacritics: ἀσπερχές Low diacritics: ασπερχές Capitals: ΑΣΠΕΡΧΕΣ
Transliteration A: asperchés Transliteration B: asperches Transliteration C: asperches Beta Code: a)sperxe/s

English (LSJ)

A hotly, unceasingly, Hom., who uses only the neut. form as Adv., esp. in phrase ἀσπερχὲς μενεαίνεις Il.4.32; ἀ. κεχολῶσθαι 16.61, al. (ἀ- intens., σπέρχομαι.)

German (Pape)

[Seite 373] (σπέρχω), heftig, leidenschaftlich, unablässig; μενεαίνειν Iliad. 4, 32. 22, 10 Od. 1, 20; κεχολῶσθαι Iliad. 16, 61; Ἕκτορα ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπε 22, 188; πάρεχον 18, 556; auch Eur. fr. Dan. 51. Die Natur des α ist zweifelhaft.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπερχές: ἐσπευσμένως, σφοδρῶς, θερμῶς, ἀπαύστως, Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται μόνον τὸν οὐδ. τοῦτον τύπον, ὡς ἐπίρρ. ἰδίως ἐν ταῖς φράσ. ἀσπερχὲς μενεαίνειν Ἰλ. Δ. 32· ἀσπ. κεχολῶσθαι Π. 61, κτλ. (Παρὰ τὸ α ἐπιτατικὸν καὶ τὸ σπέρχομαι, εἶμαι ὀξύθυμος, ὀργίλος, ἐκτὸς ἂν παραδεχθῶμεν τὴν γνώμην τοῦ Ἑρμάννου, ὅστις παράγει αὐτὸ ἐκ τοῦ ἐνεργ. σπέρχω καὶ τοῦ στερητ. α).

French (Bailly abrégé)

adv.
avec ardeur, sans trêve, sans relâche.
Étymologie: ἀ- prosth., σπέρχω.

English (Autenrieth)

(σπέρχω): vehemently; ‘busily,’ Il. 18.556.

Spanish (DGE)

sólo neutr. como adv. incesantemente, ardientemente ἀ. μενεαίνεις Ἰλίου Il.4.32, cf. 22.10, Od.1.20, Ἕκτορα δ' ἀ. κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.22.188, ἀ. κεχολῶσθαι ἐνὶ φρεσίν Il.16.61
sin interrupción εἰσόκε πάντας ἀντιβίην ἀ. ὀρινομένους ἐδάιξαν hasta que acabaron con todos los que atacaban sin tregua A.R.1.1002, ἀ. ... πάϊς ἤρχετο δίη Eudoc.Cypr.91B.
• Etimología: Comp. en *-ες de σπέρχω q.u. c. ἀ- intensiva.

Greek Monolingual

ἀσπερχές επίρρ. (Α)
ακατάπαυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό-επιτακτικό) + πιθ. σπέρχος, το (< σπέρχομαι), του οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το επίθημα -nο-στον τ. σπερχνός (πρβλ. έρεβος-ερεμνός)].

Greek Monotonic

ἀσπερχές: (α ευφωνικό, σπέρχω), ουδ., χρησιμ. ως επίρρ., εσπευσμένα, σφοδρά, βίαια, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπερχές: adv. безостановочно, беспрестанно, неутомимо Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: unceasingly (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [998] *sperǵh- 'be in haste
Etymology: With a copulativum (intensivum) directly from σπέρχω (be in) haste; Chantr. Form. 427.

Middle Liddell

σπέρχω [a neut. form used as adv.]
hastily, hotly, vehemently, Hom.

Frisk Etymology German

ἀσπερχές: {asperkhés}
Grammar: Adv.
Meaning: eifrig, heftig, unablässig (Hom.).
Etymology : Mit a copulativum (intensivum) direkt von σπέρχω drängen, einherstürmen (s. d.) gebildet; vgl. Chantraine Formation 427.
Page 1,168