ἰσοτέλεστος: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσοτέλεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς [[μίμημα]]»)<br /><b>2.</b> (για τον θάνατο) [[κοινός]] για όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέλεστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τελῶ</i>), | |mltxt=[[ἰσοτέλεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς [[μίμημα]]»)<br /><b>2.</b> (για τον θάνατο) [[κοινός]] για όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέλεστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τελῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-<i>τέλεστος μεσο</i>-<i>τέλεστος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:19, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (τελέω) A made exactly like, exact, ἰ. μίμημα Nonn.D.18.247. 2 coming at the last to all alike, ἐπίκουρος, of Death, S.OC1220 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1267] Ἄϊδος Μοῖρα, Soph. O. C. 1223, nach den Schol. ὁμοίως ἀποθνήσκουσιν οἱ τοιοῦτοι, die Allen gemeinsame Nothwendigkeit des Todes, die Alle auf gleiche Weise vollendet.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτέλεστος: -ον, (τελέω) κατεσκευασμένος ἀκριβῶς ὅμοιος, ἀκριβής, ἰσοτ. μίμημα Νόνν. Δ. 18. 247. 2) ὁ ἐν ἰσότητι δίδων τέλος εἴς τι· ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1220 ὁ θάνατος καλεῖται ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, ὁ σύμμαχος ἢ φίλος ὁ εἰς πάντας ὁμοίως ἐρχόμενος, ἡ δὲ γεν. Ἄιδος ἑνοῦται μετὰ τῆς ἑπομένης λέξεως μοῖρα, ὡς τὸ θανάτου μοῖρα ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 917, Εὐρ. Μήδ. 987.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’accomplit également pour tous.
Étymologie: ἴσος, adj. verb. de τελέω.
Greek Monolingual
ἰσοτέλεστος, -ον (Α)
1. κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς μίμημα»)
2. (για τον θάνατο) κοινός για όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αυτο-τέλεστος μεσο-τέλεστος].
Greek Monotonic
ἰσοτέλεστος: -ον (τελέω), κατασκευασμένος ακριβώς όμοια· ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, σύμμαχος ή φίλος που έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους, λέγεται για τον θάνατο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοτέλεστος: происходящий для всех без различия, т. е. никого не щадящий, всеобщий (Ἄϊδος μοῖρα Soph.).
Middle Liddell
ἰσοτέλεστος, ον τελέω
fulfilled alike, ὁ ἐπίκουρος ἰς., the ally that comes to all alike, of Death, Soph.