κακόβιος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κακόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[ισόβιος]], [[μεσόβιος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A living poorly, living a hard life, Hdt.4.95, X.Cyr.7.5.67 (Sup.), Arist.HA616b31, Str.17.2.1.
German (Pape)
[Seite 1299] schlecht, kümmerlich lebend, Her. 4, 95; im superl., Xen. Cyr. 7, 5, 67; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόβιος: -ον, ζῶν πενιχρῶς, διάγων βίον πλήρη στερήσεων, Ἡρόδ. 4. 95, Ξεν. Κύρ. 7. 5. 67, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Στράβ. 821.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une vie rude ou besogneuse;
Sp. κακοβιώτατος.
Étymologie: κακός, βίος.
Greek Monolingual
κακόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος, μεσόβιος].
Greek Monotonic
κᾰκόβιος: -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόβιος: ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; Πέρσαι Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; ἄνθρωπος Plut.).