λέαινα: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λέαινα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[λιοντάρι]] («ἡ δὲ δὴ [[λέαινα]]... [[ἅπαξ]] ἐν τῷ βίω τίκτει ἕν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γενναία και μαχητική [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της Εκάτης<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[κολλυρίων]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λέαιναι</i><br />γυναίκες αφιερωμένες στον Μίθρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λέαιν' ἐπὶ τυροκνήστιδος» — [[ονομασία]] μιας στάσης συνουσίας<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> <b>μτφ.</b> α) «λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν» — λεγόταν σε περιπτώσεις θηριωδίας, αγριότητας (<b>Θεόκρ.</b>) β) «[[δίπους]] [[λέαινα]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[Κλυταιμνήστρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> ([[πρβλ]]. <i>δράκ</i>-<i>αινα</i>, <i>λύκ</i>-<i>αινα</i>)].
|mltxt=η (Α [[λέαινα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[λιοντάρι]] («ἡ δὲ δὴ [[λέαινα]]... [[ἅπαξ]] ἐν τῷ βίω τίκτει ἕν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γενναία και μαχητική [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της Εκάτης<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[κολλυρίων]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λέαιναι</i><br />γυναίκες αφιερωμένες στον Μίθρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λέαιν' ἐπὶ τυροκνήστιδος» — [[ονομασία]] μιας στάσης συνουσίας<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> <b>μτφ.</b> α) «λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν» — λεγόταν σε περιπτώσεις θηριωδίας, αγριότητας (<b>Θεόκρ.</b>) β) «[[δίπους]] [[λέαινα]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[Κλυταιμνήστρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> ([[πρβλ]]. [[δράκαινα]], [[λύκαινα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέαινα Medium diacritics: λέαινα Low diacritics: λέαινα Capitals: ΛΕΑΙΝΑ
Transliteration A: léaina Transliteration B: leaina Transliteration C: leaina Beta Code: le/aina

English (LSJ)

ἡ, fem. of λέων, A lioness, Hdt.3.108: metaph., δίπους λ., of Clytaemnestra, A.Ag.1258; λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν, as a symbol of ferocity, Theoc.3.15, cf.23.19. II λ. ἐπὶ τυροκνήστιδος, = σχῆμά τι συνουσίας, Ar.Lys.231. III pl., women dedicated to Mithras, Porph.Abst.4.16 (cf. λέων VI); title of Hecate, ibid. IV name of several salves, Orib.Fr.75, Aët.7.86, Paul.Aeg.7.17.

German (Pape)

[Seite 21] ἡ, fem. zu λέων, die Löwinn, Her. 3, 108 u. A. Übertr. bei den Tragg., αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ Aesch. Ag. 1258; – λέαινα ἐπὶ τυροκνήστιδος, σχῆμά τι συνουσίας, VLL. aus Ar. Lys. 231.

Greek (Liddell-Scott)

λέαινα: ἡ, θηλ. τοῦ λέων, Ἡρόδ. 3. 108· μεταφ., δίπους λ., ἡ Κλυταιμνήστρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258· λέαινας μαζὸν ἐθήλαζε, ὡς σύμβολον ἀγριότητος, Θεόκρ. 3. 15. ΙΙ. σχῆμά τι συνουσίας, Ἀριστοφ. Λυσ. 231.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lionne.
Étymologie: fém. de λέων.

Greek Monolingual

η (Α λέαινα)
1. το θηλυκό λιοντάρι («ἡ δὲ δὴ λέαινα... ἅπαξ ἐν τῷ βίω τίκτει ἕν», Ηρόδ.)
2. μτφ. γενναία και μαχητική γυναίκα
αρχ.
1. προσωνυμία της Εκάτης
2. ονομασία διαφόρων κολλυρίων
3. στον πληθ. αἱ λέαιναι
γυναίκες αφιερωμένες στον Μίθρα
4. φρ. «λέαιν' ἐπὶ τυροκνήστιδος» — ονομασία μιας στάσης συνουσίας
5. παροιμ. φρ. μτφ. α) «λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν» — λεγόταν σε περιπτώσεις θηριωδίας, αγριότητας (Θεόκρ.) β) «δίπους λέαινα»
μτφ. η Κλυταιμνήστρα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + κατάλ. -αινα (πρβλ. δράκαινα, λύκαινα)].

Greek Monotonic

λέαινα: ἡ, θηλ. του λέοντος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λέαινα: ἡ львица Her., Aesch., Arph. etc.

Middle Liddell

λέαινα, ἡ, [fem. of λέων
a lioness, Hdt., Aesch.