κύβδα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύβδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (με άσεμνη [[σημασία]], για όρθια [[στάση]] πρωκτικής συνουσίας)<br />σκυφτά, με το [[σώμα]] λυγισμένο από τη [[μέση]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]] («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς [[θύραζε]] [[κύβδα]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυβ</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυπτ</i>- του [[κύπτω]], που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -<i>β</i>- [[αντί]] τών -<i>πτ</i>-, αφομοιωτικά [[προς]] το ηχηρό οδοντικό -<i>δ</i>- που ακολουθεί) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δα</i> ([[πρβλ]]. <i>κρύβ</i>-<i>δα</i>, <i>μίγ</i>-<i>δα</i>)].
|mltxt=[[κύβδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (με άσεμνη [[σημασία]], για όρθια [[στάση]] πρωκτικής συνουσίας)<br />σκυφτά, με το [[σώμα]] λυγισμένο από τη [[μέση]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]] («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς [[θύραζε]] [[κύβδα]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυβ</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυπτ</i>- του [[κύπτω]], που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -<i>β</i>- [[αντί]] τών -<i>πτ</i>-, αφομοιωτικά [[προς]] το ηχηρό οδοντικό -<i>δ</i>- που ακολουθεί) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δα</i> ([[πρβλ]]. [[κρύβδα]], [[μίγδα]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κύβδᾰ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> головою вперед (ἐξελαύνειν τινά Arph.);<br /><b class="num">2)</b> склонившись (κ. ἐχομένη τῆς δάφνης Arph.).
|elrutext='''κύβδᾰ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> головою вперед (ἐξελαύνειν τινά Arph.);<br /><b class="num">2)</b> склонившись (κ. ἐχομένη τῆς δάφνης Arph.).
}}
}}

Revision as of 19:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβδᾰ Medium diacritics: κύβδα Low diacritics: κύβδα Capitals: ΚΥΒΔΑ
Transliteration A: kýbda Transliteration B: kybda Transliteration C: kyvda Beta Code: ku/bda

English (LSJ)

Adv., (κύπτω) A with the head forwards, stooping forwards, sens. obsc., κ. ἦν πονευμένη Archil.32, cf. Ar.Eq.365, Th.489, S.Ichn. 122.

German (Pape)

[Seite 1522] mit vorwärts geneigtem, überhangendem Kopfe; Ar. Equ. 365 Th. 489, wie Archil. frg. 5; Macho bei Ath. XIII, 580 d, im obscönen Sinne; vgl. Ar. Th. 489.

Greek (Liddell-Scott)

κύβδᾰ: Ἐπίρρ. (κύπτω) μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐμπρός, κύπτων πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυφότως, μετ’ αἰσχρᾶς σημασ. ἐπὶ ἀνδρός, Ἀρχίλ. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, πρβλ. Θεσμ. 489.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courbant la croupe sens obscène.
Étymologie: κύπτω.

Greek Monolingual

κύβδα (Α)
επίρρ. (με άσεμνη σημασία, για όρθια στάση πρωκτικής συνουσίας)
σκυφτά, με το σώμα λυγισμένο από τη μέση προς τα εμπρός και το κεφάλι προς τα κάτω («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυβ- (< θ. κυπτ- του κύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -β- αντί τών -πτ-, αφομοιωτικά προς το ηχηρό οδοντικό -δ- που ακολουθεί) + επιρρμ. κατάλ. -δα (πρβλ. κρύβδα, μίγδα)].

Russian (Dvoretsky)

κύβδᾰ: adv.
1) головою вперед (ἐξελαύνειν τινά Arph.);
2) склонившись (κ. ἐχομένη τῆς δάφνης Arph.).