ἱππίσκος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππίσκος]] ὁ (Α)<br />(υποκορ. του [[ίππος]])<br /><b>1.</b> μικρό [[άγαλμα]] ίππου<br /><b>2.</b> [[στολίδι]] του κεφαλιού<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἱππίσκος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αλέξιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἱππίσκος]] ὁ (Α)<br />(υποκορ. του [[ίππος]])<br /><b>1.</b> μικρό [[άγαλμα]] ίππου<br /><b>2.</b> [[στολίδι]] του κεφαλιού<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἱππίσκος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αλέξιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[μηνίσκος]], [[πυργίσκος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἵππος, name of a play by Alexis, Ath.3.120b. 2 small statue of a horse, Michel832.41 (Samos, iv B.C.). II an ornament for the head (cf. ἱππεύς v), Cratin.Jun.5, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, dim. zu ἵππος, Titel einer Komödie des Alexis, Ath. III, 120 b; auch ein Frauenschmuck, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἵππος, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀλέξιδος. ΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἱππεὺς V), Κρατῖνος ὁ νεώτερος ἐν «Ὀμφάλῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππίσκος· ἐπίθεμα κεφαλῆς. ἢ γυναικεῖον κόσμιον».
Greek Monolingual
ἱππίσκος ὁ (Α)
(υποκορ. του ίππος)
1. μικρό άγαλμα ίππου
2. στολίδι του κεφαλιού
3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μηνίσκος, πυργίσκος)].