εὐέλαιος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐέλαιος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαία]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-[[έλαιος]], <i>καλλι</i>-[[έλαιος]]. Διαφέρει το [[έλαιος]] «[[αγριελιά]]»].
|mltxt=[[εὐέλαιος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαία]]), [[πρβλ]]. [[ανέλαιος]], [[καλλιέλαιος]]. Διαφέρει το [[έλαιος]] «[[αγριελιά]]»].
}}
}}

Revision as of 07:30, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέλαιος Medium diacritics: εὐέλαιος Low diacritics: ευέλαιος Capitals: ΕΥΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: euélaios Transliteration B: euelaios Transliteration C: evelaios Beta Code: eu)e/laios

English (LSJ)

ον, A rich in olive-trees or oil, Str.5.4.3.

German (Pape)

[Seite 1064] reich an Oelbäumen, Strab. V p. 243.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέλαιος: -ον, παράγων ἄφθονον καὶ καλὸν ἔλαιον, Στράβ. 243.

Greek Monolingual

εὐέλαιος, -ον (Α)
γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έλαιος (< ελαία), πρβλ. ανέλαιος, καλλιέλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»].