ὠκυτόκος: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=okytokos | |Transliteration C=okytokos | ||
|Beta Code=w)kuto/kos | |Beta Code=w)kuto/kos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[causing quick and easy birth]], [[σελήνη]] (i. e. Artemis), <span class="bibl">Tim.<span class="title">Fr.</span>28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of a river, ὠ. πεδίων ἐπινίσεται [[giving quick increase]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>689</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὠκύτοκον, τό,</b> [[quick birth]], [[easy delivery]], <span class="bibl">Hdt.4.35</span>.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[causing quick and easy birth]], [[σελήνη]] (i. e. [[Artemis]]), <span class="bibl">Tim.<span class="title">Fr.</span>28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of a river, ὠ. πεδίων ἐπινίσεται [[giving quick increase]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>689</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὠκύτοκον, τό,</b> [[quick birth]], [[easy delivery]], <span class="bibl">Hdt.4.35</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που γεννήθηκε [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].<br />-ο / [[ὠκυτόκος]], -ον, ΝΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που γεννά εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό<br /><b>2.</b> (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις [[γύρω]] περιοχές εύφορες, γόνιμες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκυτόκον</i><br />ο [[εύκολος]], γρήγορος [[τοκετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πολυτόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που γεννήθηκε [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].<br />-ο / [[ὠκυτόκος]], -ον, ΝΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που γεννά εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό<br /><b>2.</b> (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις [[γύρω]] περιοχές εύφορες, γόνιμες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκυτόκον</i><br />ο [[εύκολος]], γρήγορος [[τοκετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[πολυτόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:38, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, A causing quick and easy birth, σελήνη (i. e. Artemis), Tim.Fr.28. 2 of a river, ὠ. πεδίων ἐπινίσεται giving quick increase, S.OC689 (lyr.). II ὠκύτοκον, τό, quick birth, easy delivery, Hdt.4.35.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠτόκος: -ον, ὁ, συντελῶν πρὸς ταχὺν καὶ εὔκολον τοκετόν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Τιμόθ. (Ἀποσπ. 2) παρὰ Πλουτ. 2. 282C. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ὠκ. πεδίων ἐπινίσσεται, μετὰ ζωογόνου ἢ γονιμοποιούσης δυνάμεως, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 689. ΙΙ. προπαροξ. ὠκύτοκος, ον, παθητ., ὁ ταχέως γεννηθεὶς ἢ παραχθεὶς ὡς ἑρμηνεύουσί τινες ἐν τῷ ἀνωτέρῳ χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ., ἀλλ’ ἴδε Ellendt. καὶ Dind. 2) ὠκύτοκον, τό, ταχὺς τοκετός, εὔκολος, Ἡρόδ. 4. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui procure un accouchement prompt et facile ; τὸ ὠκυτόκον HDT accouchement prompt ou facile;
2 qui féconde vite.
Étymologie: ὠκύς, τίκτω.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γεννήθηκε γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τοκος (< τόκος < τίκτω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
-ο / ὠκυτόκος, -ον, ΝΑ
(λόγιος τ.) αυτός που γεννά εύκολα
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό
2. (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις γύρω περιοχές εύφορες, γόνιμες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκον
ο εύκολος, γρήγορος τοκετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολυτόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Greek Monotonic
ὠκῠτόκος: -ον, I. αυτός που συντελεί στο γρήγορο και εύκολο τοκετό· μεταφ., λέγεται για ποτάμι με ζωογόνα και γονιμοποιό δύναμη, σε Σοφ.
II. προπαροξ., ὠκύ-τοκος, -ον, γεννημένος γρήγορα· ως ουσ., ὠκύτοκον, τό, γρήγορος τοκετός, εύκολος τοκετός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠτόκος:
1) ускоряющий роды (σελήνη Plut.);
2) быстро оплодотворяющий (sc. Κηφισός Soph.).
Middle Liddell
ὠκῠ-τόκος, ον,
causing quick and easy birth: metaph. of a river, with quickening, fertilising power, Soph.