διαμπάξ: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
m (Text replacement - "strengthd." to "strengthened") |
|||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<i>adverb</i>[ | |mdlsjtxt=<i>adverb</i>[strengthened for διά]<br />[[right]] [[through]], [[through]] and [[through]], c. gen., Aesch., Eur.; also c. acc., Xen. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[completely]], [[right through]], [[through and through]] | |woodrun=[[completely]], [[right through]], [[through and through]] | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 29 August 2021
English (LSJ)
(for δι-ανα-πάξ), Adv. A right through, through andthrough, c. gen., στέρνων δ. A.Pr.65, cf. Supp.945, E.Ba.994 (lyr.); δι' αἴας Φρυγίας δ. A.Supp.548(lyr.); ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.HG7.4.23; δ. ἄχρις Luc.DMort.27.4; πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu. Crass.25.
German (Pape)
[Seite 590] (VLL. διαπαντός, διόλου, von πήγνυμι?), durch und durch, ganz und gar; δι' αἴας ἰάπτει δ. Aesch. Suppl. 540; vgl. Prom. 65; λαιμῶν δ. ἴτω Eur. Bacch. 992. Oefter bei Sp., bes. διά τινος δ., z. B. Arr. An. 2, 27, 3; Luc. D. Mort. 27, 4. Auch ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ, Xen. Hell. 7, 4, 23.
Greek (Liddell-Scott)
διαμπάξ: ἐπίρρ., πέρα πέρα, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον, μετὰ γεν., στέρνων δ. Αἰσχύλ. Πρ. 65, πρβλ. Ἱκέτ. 945, Εὐρ. Βάκχ. 994· δι’ αἴας Φρυγίας δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 23· δ. ἄχρις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de part en part : στέρνων διαμπάξ ESCHL de part en part à travers la poitrine;
2 en parl. d’un pays d’un bout à l’autre.
Étymologie: DELG διά, ἀνά et *πάξ de ἅπαξ.
Spanish (DGE)
I adv.
1 de parte a parte, completamente ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας μηλοβότου Φρυγίας δ. se lanza a través de la tierra de Asia, de una a otra parte de Frigia criadora de ovejas A.Supp.548, ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.HG 7.4.23, πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu.Crass.25, παίω δ. ἐς τὸν στέρνον Luc.DMeretr.13.3, βάλλεται καταπέλτῃ διὰ τῆς ἀσπίδος δ. Arr.An.2.27.2, τρύπησον τρυπάνῳ τὸ στέλεχος δ. Gp.9.8, cf. S.Fr.10g.43.10, Luc.DMort.22.4, Hsch.
2 directamente εὐθυβόλως καὶ δ. περαιωθῆναι τὸ πέλαγος Hld.5.22.8, δ. ἐπὶ τὸν θάλαμον ἵεται Hld.7.9.2.
II prep. de gen. a través de στέρνων A.Pr.65, τῶνδ' ἐφήλωται ... γόμφος δ. A.Supp.945, φονεύουσα λαιμῶν δ. E.Ba.994, 1014.
Greek Monolingual
διαμπάξ (Α)
1. πέρα ώς πέρα, από τη μια ώς την άλλη πλευρά ή άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανά + πάξ που μαρτυρείται στο ά-παξ (πρβλ. πήγνυμι, αλλά και διαμπερές)].
Greek Monotonic
διαμπάξ: επίρρ., επιτετ. τύπος του διά, πέρα ως πέρα, απ' άκρη σε άκρη, εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαμπάξ:
I adv. (на)сквозь, навылет (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).
II praep. cum gen.
1) через (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);
2) навылет (στέρνων δ. Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμπάξ [διά, ἀνά, ~ πήγνυμι] adv., dwars erdoorheen, dwars doormidden:; ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ hij had een wond in zijn dijbeen opgelopen, er dwars doorheen Xen. Hell. 7.3.24; πόδας διαμπὰξ προσεληλαμένους πρὸς τοὔδαφος de voeten waren dwars door het midden aan de grond gespijkerd Plut. Crass. 25.6; met gen.: στέρνων δ. dwars door de borst Aeschl. PV 65; Φρυγίας διαμπάξ dwars door Frygië heen Aeschl. Suppl. 548.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: right through, through and through (trag., X)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From διά, ἀνά and -πάξ in ἅπαξ; perhaps after διαπερες.
Middle Liddell
adverb[strengthened for διά]
right through, through and through, c. gen., Aesch., Eur.; also c. acc., Xen.