κατήρης: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katiris | |Transliteration C=katiris | ||
|Beta Code=kath/rhs | |Beta Code=kath/rhs | ||
|Definition=ες, (ἀραρίσκω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fitted out]], [[furnished]] with, χλανιδίοις <span class="bibl">E. <span class="title">Supp.</span>110</span>; ὀσμῇ <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>498</span>; <b class="b3">δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα</b> cj. in <span class="bibl">Emp.78</span>; [ἕρπυλλος] φύλλοισι κ. <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>69</span>; | |Definition=ες, (ἀραρίσκω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fitted out]], [[furnished]] with, χλανιδίοις <span class="bibl">E. <span class="title">Supp.</span>110</span>; ὀσμῇ <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>498</span>; <b class="b3">δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα</b> cj. in <span class="bibl">Emp.78</span>; [ἕρπυλλος] φύλλοισι κ. <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>69</span>; especially of ships, [[furnished with oars]], <b class="b3">εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον</b> had a [[rowing]] boat ready, <span class="bibl">Hdt.8.21</span>; but <b class="b3">ταρσὸς κ</b>. a [[well-fitted]] oar, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1346</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:45, 14 September 2021
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω) A fitted out, furnished with, χλανιδίοις E. Supp.110; ὀσμῇ Id.El.498; δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα cj. in Emp.78; [ἕρπυλλος] φύλλοισι κ. Nic.Th.69; especially of ships, furnished with oars, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον had a rowing boat ready, Hdt.8.21; but ταρσὸς κ. a well-fitted oar, E.IT1346.
German (Pape)
[Seite 1401] ες (ἄρω), ausgerüstet, versehen womit; χλανιδίοις, damit verhüllt, Eur. Suppl. 122; bes. von Fahrzeugen, mit Rudern versehen, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον Her. 8, 21; κατήρει ταρσῷ, vom Ruder, Eur. I. T. 1346; übertr., παλαιόν τε θησαύρισμα Διονύσου τόδε ὀσμῇ κατῆρες El. 493; λασίοισιν ἀεὶ φύλλοισι κατήρης Nic. Th. 69.
Greek (Liddell-Scott)
κατήρης: -ες, (*ἄρω) ἐξηρτυμένος, ἐφωδιασμένος, ἡτοιμασμένος, χλανιδίοις κ., κεκαλυμμένος, τυλιγμένος, Εὐρ. Ἱκέτ. 110· ὀσμῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 498· δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα (Näke κατῄορα) Ἐμπεδ. 436· ἕρπυλλος φύλλοισι κατ. Νικ. Θηρ. 69·― ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἐφωδιασμένος μὲ κώπας, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον, κώπαις ἐξηρτυμένον, εὐήρετμον, Ἡρόδ 8. 21· ἀλλά, ταρσὸς κ., κώπη καλῶς ἡρμοσμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 1362. ἴδε Ἕρμανν. καὶ πρβλ. εὐήρης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
tout garni : πλοῖον κατῆρες HDT navire tout équipé ; τάρσος κατήρης EUR rame bien ajustée.
Étymologie: κατά, *ἄρω.
Greek Monolingual
κατήρης, -ῆρες (Α)
1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.)
2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.)
3. φρ. «ταρσός κατήρης» — κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. κατ-ήρης < κατ(α)- + -ήρης (Ι) που συνδέεται με το ρ. ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω, εφοδιάζω», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει κουπιά» < κατ(α)- + -ήρης (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. τρι-ήρης)].
Greek Monotonic
κατήρης: -ες (*ἄρω), εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος με κάτι, σε δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, εξοπλισμένα με κουπιά, πλοῖον κατῆρες, κωπηλατικό πλοίο, σε Ηρόδ.· αλλά, ταρσὸς κ., καλά προσαρμοσμένο κουπί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κατήρης: снабженный, оснащенный (πλοῖον Her.): σκάφος ταρσῷ κατῆρες Eur. корабль с веслами; κ. χλανιδίοις Eur. завернувшийся в плащ; τὸ θησαύρισμα Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. душистое сокровище Диониса, т. е. вино.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατήρης -ες [κατά, ἀραρίσκω] ingericht met, voorzien van, met dat.: ὀσμῇ κ. geparfumeerd Eur. El. 498; κ. πλοῖον een goed uitgerust schip Hdt. 8.21.1; τάρσος κ. goed passende roeiriem Eur. IT 1346.
Middle Liddell
κατήρης, ες [*ἄρω]
fitted out or furnished with a thing, c. dat., Eur.:—of ships, furnished with oars, πλοῖον κατῆρες a rowing boat, Hdt.; but, ταρσὸς κ. a well-fitted oar. Eur.