αὗος: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(Bailly1_1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>att. c.</i> [[αὖος]]. | |btext=<i>att. c.</i> [[αὖος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αὖος]], -η, -ον και [[αὗος]], -η, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ξύλα, καρπούς <b>κ.λπ.</b>) [[ξερός]], [[στεγνός]]<br /><b>2.</b> (για φύλλα) μαραμένος, [[ξερός]]<br /><b>3.</b> (για τους γέρους) αυτός που τρέμει ([[κυρίως]] από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου<br /><b>4.</b> διψασμένος<br /><b>5.</b> [[εμβρόντητος]], [[κατάπληκτος]]<br /><b>6.</b> [[απένταρος]], [[αχρήματος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «αὖον ἀϋτεῖν» ή «...αὔειν<br />[[βγάζω]] [[ξερό]] ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι <i>αὗος</i> ([[αττικός]]) και [[αὖος]] (ήδη [[ομηρικός]]) ανάγονται στο ινδοευρ. <i>sausos</i> «[[ξηρός]]» > <i>hauhos</i> > <i>auhos</i> (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού <i>h</i>-) > <i>hauos</i> (με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ.) > <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>sausos</i> > <i>hauhos</i> > <i>hauos</i> (με σίγηση του -<i>h</i>- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) > <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Ο [[ελληνικός]] τ. αντιστοιχεί [[προς]] τα λιθ. <i>saῡsos</i>, αρχ. σλαβ. <i>suchŭ</i>, αγγλοσαξον. <i>s</i><i>ē</i><i>ar</i>, μσν. γερμ. <i>s</i><i>ō</i><i>r</i> (τύποι που φέρουν τη [[σημασία]] «[[ξηρός]]» και [[επίσης]] ανάγονται σε ινδοευρ. <i>saũsos</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αὐαίνω]] και <i>αὑαίνω</i>, [[αυονή]], [[αυότης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 9 October 2021
French (Bailly abrégé)
att. c. αὖος.
Greek Monolingual
αὖος, -η, -ον και αὗος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός
2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός
3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου
4. διψασμένος
5. εμβρόντητος, κατάπληκτος
6. απένταρος, αχρήματος
7. φρ. «αὖον ἀϋτεῖν» ή «...αὔειν
βγάζω ξερό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι αὗος (αττικός) και αὖος (ήδη ομηρικός) ανάγονται στο ινδοευρ. sausos «ξηρός» > hauhos > auhos (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού h-) > hauos (με πρόληψη της δασύτητας στην αρχή της λ.) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Κατ' άλλη άποψη, sausos > hauhos > hauos (με σίγηση του -h- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Ο ελληνικός τ. αντιστοιχεί προς τα λιθ. saῡsos, αρχ. σλαβ. suchŭ, αγγλοσαξον. sēar, μσν. γερμ. sōr (τύποι που φέρουν τη σημασία «ξηρός» και επίσης ανάγονται σε ινδοευρ. saũsos).
ΠΑΡ. αρχ. αὐαίνω και αὑαίνω, αυονή, αυότης.