ἀπόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopliktos
|Transliteration C=apopliktos
|Beta Code=a)po/plhktos
|Beta Code=a)po/plhktos
|Definition=ον, (ἀποπλήσσω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[disabled by a stroke]], </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> in mind, [[struck dumb]], [[astounded]], <span class="bibl">Hdt.2.173</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>731</span>; ἀ. ποδί <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>248</span>; [[senseless]], οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀ. <span class="bibl">D.21.143</span>, cf. <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span> 344</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.82 W., <span class="bibl">D.Chr.11.100</span>; ἀ. καὶ παντελῶς μαινόμενος <span class="bibl">D. 34.16</span>; ὃ νυνὶ ποεῖς ἀ. ἐστι <span class="bibl">Men.<span class="title">Pk.</span>246</span>; -τότερος μῦθος <span class="bibl">D.Chr.11.54</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in body, [[paralysed]], [[crippled]], <span class="bibl">Hdt.1.167</span>, <span class="bibl">Pl.Com.130</span>; ἀ. τὰς γνάθους [[struck dumb]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>948</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Medic., [[stricken with paralysis]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>6.57</span>; μέρος [[paralysed]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Flat.</span>13</span>: so [[σκέλος]] Id. ap. <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.7</span>; ἀπόπληκτοι [[cases of apoplexy]], Id.<span class="title">Aph.</span>3.16.</span>
|Definition=ον, ([[ἀποπλήσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[disabled by a stroke]],<br><span class="bld">1</span> in mind, [[struck dumb]], [[astounded]], Hdt.2.173, cf. S.Ph.731; ἀποπλήκτῳ ποδί Id.Fr.248; [[senseless]], οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀπόπληκτος D.21.143, cf. Men.Epit. 344, Phld.Ir.p.82 W., D.Chr.11.100; ἀπόπληκτος καὶ [[παντελῶς]] [[μαινόμενος]] D. 34.16; ὃ νυνὶ ποεῖς ἀ. ἐστι Men.Pk.246; ἀποπληκτότερος [[μῦθος]] D.Chr.11.54.<br><span class="bld">2</span> in body, [[paralysed]], [[crippled]], Hdt.1.167, Pl.Com.130; ἀπόπληκτος τὰς γνάθους [[struck dumb]], Ar.V.948.<br><span class="bld">3</span> Medic., [[stricken with paralysis]], Hp.Aph.6.57; [[μέρος]] [[paralysed]], Id.Flat.13: so [[σκέλος]] Id. ap. Aret.SD1.7; [[ἀπόπληκτοι]] = [[cases of apoplexy]], Id.Aph.3.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόπληκτος''': -ον, ([[ἀποπλήσσω]]) ὁ παθὼν ἀποπληξίαν. 1) [[ἀπόπληκτος]] κατὰ τὸν νοῦν, ὡς τὸ Λατ. attomitus, [[ἐμβρόντητος]], Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Σοφ. Φ. 731· οὐχ [[οὕτως]] [[ἄφρων]] οὐδ’ [[ἀπόπληκτος]] Δημ. 561. 10· ἀπ. καὶ παντελῶς μαινόμενος ὁ αὐτ. 912. 10. 2) κατὰ τὸ [[σῶμα]], [[ἀνάπηρος]] καταστάς. Λατ. sideratus, Ἡρόδ. 1. 167, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σκευαῖς» 1· [[ἀπόπληκτος]] [[ἐξαίφνης]] ἐγένετο τὰς γνάθους, «πιάσθηκαν τὰ σαγόνια του», κατέστη [[ἄλαλος]], Ἀριστοφ. Σφ. 948. 3) παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσιν, ὁ ὑπὸ ἀποπληξίας προσβληθείς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἢν δὲ ἀπόπληκτον ὁ Ἱπποκράτης εἴπῃ [[σκέλος]] τὸ κατ’ ἴξιν, ὡς νεκρῶδες, τὸ ἀχρεῖον καὶ τὸ ἀναλθὲς θέλει φράσαι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - ἀπόπληκτοι, ἀποπληκτικαὶ νόσοι, ἀποπληξίαι, Ἱππ. Ἀφ. 1247.
|lstext='''ἀπόπληκτος''': -ον, ([[ἀποπλήσσω]]) ὁ παθὼν ἀποπληξίαν. 1) [[ἀπόπληκτος]] κατὰ τὸν νοῦν, ὡς τὸ Λατ. [[attomitus]], [[ἐμβρόντητος]], Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Σοφ. Φ. 731· οὐχ [[οὕτως]] [[ἄφρων]] οὐδ’ [[ἀπόπληκτος]] Δημ. 561. 10· ἀπ. καὶ παντελῶς μαινόμενος ὁ αὐτ. 912. 10. 2) κατὰ τὸ [[σῶμα]], [[ἀνάπηρος]] καταστάς. Λατ. sideratus, Ἡρόδ. 1. 167, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σκευαῖς» 1· [[ἀπόπληκτος]] [[ἐξαίφνης]] ἐγένετο τὰς γνάθους, «πιάσθηκαν τὰ σαγόνια του», κατέστη [[ἄλαλος]], Ἀριστοφ. Σφ. 948. 3) παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσιν, ὁ ὑπὸ ἀποπληξίας προσβληθείς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἢν δὲ ἀπόπληκτον ὁ Ἱπποκράτης εἴπῃ [[σκέλος]] τὸ κατ’ ἴξιν, ὡς νεκρῶδες, τὸ ἀχρεῖον καὶ τὸ ἀναλθὲς θέλει φράσαι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - ἀπόπληκτοι, ἀποπληκτικαὶ νόσοι, ἀποπληξίαι, Ἱππ. Ἀφ. 1247.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>medic. [[que sufre parálisis]], [[apoplético]], [[paralítico]] ὅλος ὥνθρωπος ἀ. γίνεται Hp.<i>Flat</i>.13, cf. <i>Aph</i>.6.57, <i>Coac</i>.157, <i>Morb</i>.2.6a, <i>VC</i> 19, Cael.Aur.<i>CP</i> 1.15.123, D.C.68.33.3, ἔμβρυον Hp.<i>Mul</i>.1.33, πάντα τὰ παριόντα ... ἐγίνετο ... ἀπόπληκτα, ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζυγία καὶ ἄνθρωποι a causa de un pecado, Hdt.1.167, de los malos actores ὥσπερ ἀπόπληκτοι στάδην ἑστῶτες ὠρύονται Pl.Com.138<br /><b class="num">•</b>c. ac. de rel. [[paralítico]] ἀπόπληκτοι μὲν χεῖρας καὶ πόδας Hp.<i>Morb</i>.1.3, fig. ἀ. τὰς γνάθους paralítico de las mandíbulas</i>, mudo</i> Ar.<i>V</i>.948<br /><b class="num">•</b>de partes del cuerpo ἀπόπληκτόν τι τοῦ σώματος γενέσθαι Hp.<i>Morb</i>.1.4, <i>Aph</i>.7.40, σκέλος Hp. en Aret.<i>SD</i> 1.7.2<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἀ. [[apoplejías]] Hp.<i>Aph</i>.3.16, <i>Virg</i>.1.<br /><b class="num">2</b> fig. [[atontado]], [[estúpido]], [[insensato]] por op. a ‘loco’ μανεὶς ἢ ... ἀ. Hdt.2.173, [[ἄφρων]] οὐδ' ἀ. D.21.143, ἀ. καὶ μαινόμενον D.34.16, ἃ οὐδέποτ' ἂν ἐποίησεν Ἀχιλλεὺς μή γε ἀ. ὤν D.Chr.11.100, cf. Archestr.<i>SHell</i>.154.15, Plu.2.472c, en voc. ἀπόπληκτε ¡chalado!</i> Men.<i>Asp</i>.239<br /><b class="num">•</b>ἀποπλήκτῳ ποδί insensatamente</i> S.<i>Fr</i>.248<br /><b class="num">•</b>de acciones, palabras, cosas ὥσθ' ὃ μὲν νυνὶ ποιεῖς ἀπόπληκτόν ἐστιν Men.<i>Pc</i>.496, μῦθος D.Chr.11.54, cf. Phld.<i>Ir</i>.40.40, <i>Rh</i>.1.56<br /><b class="num">•</b>por el asombro [[pasmado]], [[atónito]], [[estupefacto]] τί ... σιωπᾷς κἀπόπληκτος ὧδ' ἔχῃ; S.<i>Ph</i>.731, ἀπόπληχθ', ἕστηκας ἐμβλέπων ἐμοί; Men.<i>Sam</i>.105, cf. <i>Epit</i>.561, Teles 7 p.59.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[insensatamente]] Poll.5.121.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>medic. [[que sufre parálisis]], [[apoplético]], [[paralítico]] ὅλος ὥνθρωπος ἀ. γίνεται Hp.<i>Flat</i>.13, cf. <i>Aph</i>.6.57, <i>Coac</i>.157, <i>Morb</i>.2.6a, <i>VC</i> 19, Cael.Aur.<i>CP</i> 1.15.123, D.C.68.33.3, ἔμβρυον Hp.<i>Mul</i>.1.33, πάντα τὰ παριόντα ... ἐγίνετο ... ἀπόπληκτα, ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζυγία καὶ ἄνθρωποι a causa de un pecado, Hdt.1.167, de los malos actores ὥσπερ ἀπόπληκτοι στάδην ἑστῶτες ὠρύονται Pl.Com.138<br /><b class="num">•</b>c. ac. de rel. [[paralítico]] ἀπόπληκτοι μὲν χεῖρας καὶ πόδας Hp.<i>Morb</i>.1.3, fig. ἀ. τὰς γνάθους paralítico de las mandíbulas</i>, mudo</i> Ar.<i>V</i>.948<br /><b class="num">•</b>de partes del cuerpo ἀπόπληκτόν τι τοῦ σώματος γενέσθαι Hp.<i>Morb</i>.1.4, <i>Aph</i>.7.40, σκέλος Hp. en Aret.<i>SD</i> 1.7.2<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἀπόπληκτοι [[apoplejías]] Hp.<i>Aph</i>.3.16, <i>Virg</i>.1.<br /><b class="num">2</b> fig. [[atontado]], [[estúpido]], [[insensato]] por op. a ‘[[loco]]’ μανεὶς ἢ ... ἀ. Hdt.2.173, [[ἄφρων]] οὐδ' ἀ. D.21.143, ἀ. καὶ μαινόμενον D.34.16, ἃ οὐδέποτ' ἂν ἐποίησεν Ἀχιλλεὺς μή γε ἀ. ὤν D.Chr.11.100, cf. Archestr.<i>SHell</i>.154.15, Plu.2.472c, en voc. ἀπόπληκτε ¡chalado!</i> Men.<i>Asp</i>.239<br /><b class="num">•</b>ἀποπλήκτῳ ποδί [[insensatamente]]</i> S.<i>Fr</i>.248<br /><b class="num">•</b>de acciones, palabras, cosas ὥσθ' ὃ μὲν νυνὶ ποιεῖς ἀπόπληκτόν ἐστιν Men.<i>Pc</i>.496, μῦθος D.Chr.11.54, cf. Phld.<i>Ir</i>.40.40, <i>Rh</i>.1.56<br /><b class="num">•</b>por el asombro [[pasmado]], [[atónito]], [[estupefacto]] τί ... σιωπᾷς κἀπόπληκτος ὧδ' ἔχῃ; S.<i>Ph</i>.731, ἀπόπληχθ', ἕστηκας ἐμβλέπων ἐμοί; Men.<i>Sam</i>.105, cf. <i>Epit</i>.561, Teles 7 p.59.8.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀποπλήκτως]] = [[insensatamente]] Poll.5.121.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:53, 20 October 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπληκτος Medium diacritics: ἀπόπληκτος Low diacritics: απόπληκτος Capitals: ΑΠΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: apóplēktos Transliteration B: apoplēktos Transliteration C: apopliktos Beta Code: a)po/plhktos

English (LSJ)

ον, (ἀποπλήσσω)
A disabled by a stroke,
1 in mind, struck dumb, astounded, Hdt.2.173, cf. S.Ph.731; ἀποπλήκτῳ ποδί Id.Fr.248; senseless, οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀπόπληκτος D.21.143, cf. Men.Epit. 344, Phld.Ir.p.82 W., D.Chr.11.100; ἀπόπληκτος καὶ παντελῶς μαινόμενος D. 34.16; ὃ νυνὶ ποεῖς ἀ. ἐστι Men.Pk.246; ἀποπληκτότερος μῦθος D.Chr.11.54.
2 in body, paralysed, crippled, Hdt.1.167, Pl.Com.130; ἀπόπληκτος τὰς γνάθους struck dumb, Ar.V.948.
3 Medic., stricken with paralysis, Hp.Aph.6.57; μέρος paralysed, Id.Flat.13: so σκέλος Id. ap. Aret.SD1.7; ἀπόπληκτοι = cases of apoplexy, Id.Aph.3.16.

German (Pape)

[Seite 319] niedergeschlagen, a) vom Schlagfluß getroffen, Her. 1, 167; Medic.; τὰς γνάθους, von Einem, der verstummt, Ar. Vesp. 948. – b) betäubt, bestürzt, Soph. Phil. 721; sinnlos, dumm, Her. 2, 173; neben ἄφρων Dem. 21, 143; Dio Chrys. II, 403. – καὶ παντελῶς μαινόμενος Dem. 34, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπληκτος: -ον, (ἀποπλήσσω) ὁ παθὼν ἀποπληξίαν. 1) ἀπόπληκτος κατὰ τὸν νοῦν, ὡς τὸ Λατ. attomitus, ἐμβρόντητος, Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Σοφ. Φ. 731· οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ’ ἀπόπληκτος Δημ. 561. 10· ἀπ. καὶ παντελῶς μαινόμενος ὁ αὐτ. 912. 10. 2) κατὰ τὸ σῶμα, ἀνάπηρος καταστάς. Λατ. sideratus, Ἡρόδ. 1. 167, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σκευαῖς» 1· ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους, «πιάσθηκαν τὰ σαγόνια του», κατέστη ἄλαλος, Ἀριστοφ. Σφ. 948. 3) παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσιν, ὁ ὑπὸ ἀποπληξίας προσβληθείς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἢν δὲ ἀπόπληκτον ὁ Ἱπποκράτης εἴπῃ σκέλος τὸ κατ’ ἴξιν, ὡς νεκρῶδες, τὸ ἀχρεῖον καὶ τὸ ἀναλθὲς θέλει φράσαι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - ἀπόπληκτοι, ἀποπληκτικαὶ νόσοι, ἀποπληξίαι, Ἱππ. Ἀφ. 1247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a l’esprit frappé ; qui a perdu la raison, stupide;
2 estropié, impotent.
Étymologie: ἀποπλήσσω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1medic. que sufre parálisis, apoplético, paralítico ὅλος ὥνθρωπος ἀ. γίνεται Hp.Flat.13, cf. Aph.6.57, Coac.157, Morb.2.6a, VC 19, Cael.Aur.CP 1.15.123, D.C.68.33.3, ἔμβρυον Hp.Mul.1.33, πάντα τὰ παριόντα ... ἐγίνετο ... ἀπόπληκτα, ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζυγία καὶ ἄνθρωποι a causa de un pecado, Hdt.1.167, de los malos actores ὥσπερ ἀπόπληκτοι στάδην ἑστῶτες ὠρύονται Pl.Com.138
c. ac. de rel. paralítico ἀπόπληκτοι μὲν χεῖρας καὶ πόδας Hp.Morb.1.3, fig. ἀ. τὰς γνάθους paralítico de las mandíbulas, mudo Ar.V.948
de partes del cuerpo ἀπόπληκτόν τι τοῦ σώματος γενέσθαι Hp.Morb.1.4, Aph.7.40, σκέλος Hp. en Aret.SD 1.7.2
subst. οἱ ἀπόπληκτοι apoplejías Hp.Aph.3.16, Virg.1.
2 fig. atontado, estúpido, insensato por op. a ‘loco’ μανεὶς ἢ ... ἀ. Hdt.2.173, ἄφρων οὐδ' ἀ. D.21.143, ἀ. καὶ μαινόμενον D.34.16, ἃ οὐδέποτ' ἂν ἐποίησεν Ἀχιλλεὺς μή γε ἀ. ὤν D.Chr.11.100, cf. Archestr.SHell.154.15, Plu.2.472c, en voc. ἀπόπληκτε ¡chalado! Men.Asp.239
ἀποπλήκτῳ ποδί insensatamente S.Fr.248
de acciones, palabras, cosas ὥσθ' ὃ μὲν νυνὶ ποιεῖς ἀπόπληκτόν ἐστιν Men.Pc.496, μῦθος D.Chr.11.54, cf. Phld.Ir.40.40, Rh.1.56
por el asombro pasmado, atónito, estupefacto τί ... σιωπᾷς κἀπόπληκτος ὧδ' ἔχῃ; S.Ph.731, ἀπόπληχθ', ἕστηκας ἐμβλέπων ἐμοί; Men.Sam.105, cf. Epit.561, Teles 7 p.59.8.
II adv. ἀποπλήκτως = insensatamente Poll.5.121.

Greek Monolingual

ἀπόπληκτος, -ον (Α) αποπλήσω
1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος
2. εμβρόντητος
3. ανόητος
4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» — άλαλος, μουγγός
5. «ἀπόπληκτοι» — νόσοι που προκαλούν αποπληξία.

Greek Monotonic

ἀπόπληκτος: -ον (ἀποπλήσσω), αυτός που έπαθε αποπληξία, που τον έπληξε εγκεφαλικό επεισόδιο.
1. λέγεται για τον νου, επομένως εμβρόντητος, άναυδος, αποσβολωμένος, αυτός που έχει πάθει άνοια, σε Ηρόδ., Δημ.
2. λέγεται για το σώμα, επομένως παράλυτος, αυτός που έχει μείνει ανάπηρος, Λατ. sideratus, σε Ηρόδ.· ἀπόπληκτος τὰς γνάθους, αυτός που έχασε τη δυνατότητα να μιλάει λόγω αποπληξίας, άναυδος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπληκτος:
1) разбитый параличом Her.: ἀ. ἐγένετο τὰς γνάθους Arph. у него отнялись челюсти, т. е. он онемел;
2) отупевший, тупоумный, слабоумный Her., Soph., Dem., Plut.

Middle Liddell

ἀποπλήσσω
disabled by a stroke,
1. in mind, struck dumb, astounded, senseless, stupid, Hdt., Dem.
2. in body, crippled, palsied, Lat. sideratus, Hdt.; ἀπ. τὰς γνάθους struck dumb, Ar.

English (Woodhouse)

delirious, mad, dumfounded

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)