σκαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] springen, zappeln, zucken, wie [[ἀσκαρίζω]], D. Sic. 1, 10 als v. l., Hesych. erkl. σκαρίζεται, ταράττεται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] springen, zappeln, zucken, wie [[ἀσκαρίζω]], D. Sic. 1, 10 als [[varia lectio|v.l.]], Hesych. erkl. σκαρίζεται, ταράττεται.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:00, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰρίζω Medium diacritics: σκαρίζω Low diacritics: σκαρίζω Capitals: ΣΚΑΡΙΖΩ
Transliteration A: skarízō Transliteration B: skarizō Transliteration C: skarizo Beta Code: skari/zw

English (LSJ)

(σκαίρω) A jump, throb, palpitate, Gp.20.7.4: cf. ἀσκαρίζω, σπαρίζω.

German (Pape)

[Seite 889] springen, zappeln, zucken, wie ἀσκαρίζω, D. Sic. 1, 10 als v.l., Hesych. erkl. σκαρίζεται, ταράττεται.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰρίζω: (σκαίρω) πηδῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι, πάλλομαι, Γεωπ., Ἐκκλ.· πρβλ. ἀσκαρίζω, σκαρίζω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαρίζεται· ταράττεται, βράζει».

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για βοσκήματα) βγαίνω σε βοσκή
2. βγάζω κοπάδι σε βοσκή
3. μτφ. διασκορπίζομαι
μσν.-αρχ.
αναπηδώ, σκιρτώὥσπερ τι μέρος ἑρπετοῦ ἔτι σκαρίζοντος», Γεωπ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σκαρίζεται
ταράσσεται
βράζει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ- του ρ. σκαίρω «χοροπηδώ, χορεύω» + κατάλ. -ίζω].