μηχανητικός: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=michanitikos | |Transliteration C=michanitikos | ||
|Beta Code=mhxanhtiko/s | |Beta Code=mhxanhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μηχανικός]] <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.1.8</span> (v.l. [[μηχανικός]]): c. gen. rei, μ. τοῦ πολλοὺς φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας <span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.Mag.</span>5.2</span>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μηχανικός]] <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.1.8</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[μηχανικός]]): c. gen. rei, μ. τοῦ πολλοὺς φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας <span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.Mag.</span>5.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:44, 11 January 2022
English (LSJ)
ή, όν, A = μηχανικός 1.1, X.HG3.1.8 (v.l. μηχανικός): c. gen. rei, μ. τοῦ πολλοὺς φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας Id.Eq.Mag.5.2.
German (Pape)
[Seite 181] in Anwendung von Listen u. Kunstgriffen od. Maschinen erfahren, Xen. Hipp. 5, 2, gewandt, schlau.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνητικός: -ή, -όν, = μηχανικός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ἐπινοεῖν τρόπους, ἐφευρετικός, χρὴ δὲ [τὸν ἵππαρχον] μηχανητικὸν εἶναι καὶ τοῦ πολλοὺς μὲν φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας, πάλιν δὲ ὀλίγους τοὺς πολλοὺς Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 2.
Greek Monolingual
μηχανητικός, -ή, -όν (Α) μηχανώμαι
αυτός που είναι επιτήδειος στο να επινοεί, εφευρετικός, επινοητικός.
Greek Monotonic
μηχᾰνητικός: -ή, -όν, = μηχανικός, σε Ξεν.
Middle Liddell
μηχᾰνητικός, ή, όν = μηχανικός, Xen.]