ψέλιο: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ψέλιον]], ΝΑ, και ψέλι Ν, και [[ψέλλιον]] και [[σπέλιον]] και αιολ. τ. [[σπέλλιον]] και ψίλ(λ)ιον, Α<br />[[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό του χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, [[βραχιόλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[καθένας]] από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν [[κατά]] διαστήματα και συγκρατούν την [[κάννη]] και το [[κοντάκιο]] φορητού όπλου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] ο [[οποίος]] τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που έχει αυτό το [[σχήμα]], [[κρίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[είδος]] μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες<br /><b>2.</b> αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό<br /><b>3.</b> (ως μτγν. τ. του [[ψάλιον]]) [[χαλινός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῑς [[ψέλλιον]] καλοῦσι τὸ [[ἄκρον]]<br />[[ὅθεν]] καὶ ἡμεῑς τὴν ἐπ' [[ἄκρων]] χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. τ. του [[ψάλιον]] ([[πρβλ]]. [[ψαλίς]]: [[ψελίς]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[ψαλίδα]], [[ψάλιον]] και [[ψαλόν]]].
|mltxt=το / [[ψέλιον]], ΝΑ, και ψέλι Ν, και [[ψέλλιον]] και [[σπέλιον]] και αιολ. τ. [[σπέλλιον]] και ψίλ(λ)ιον, Α<br />[[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό του χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, [[βραχιόλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[καθένας]] από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν [[κατά]] διαστήματα και συγκρατούν την [[κάννη]] και το [[κοντάκιο]] φορητού όπλου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] ο [[οποίος]] τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που έχει αυτό το [[σχήμα]], [[κρίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[είδος]] μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες<br /><b>2.</b> αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό<br /><b>3.</b> (ως μτγν. τ. του [[ψάλιον]]) [[χαλινός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῑς [[ψέλλιον]] καλοῦσι τὸ [[ἄκρον]]<br />[[ὅθεν]] καὶ ἡμεῖς τὴν ἐπ' [[ἄκρων]] χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. τ. του [[ψάλιον]] ([[πρβλ]]. [[ψαλίς]]: [[ψελίς]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[ψαλίδα]], [[ψάλιον]] και [[ψαλόν]]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 29 January 2022

Greek Monolingual

το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α
κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό του χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι
νεοελλ.
1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν κατά διαστήματα και συγκρατούν την κάννη και το κοντάκιο φορητού όπλου
2. ναυτ. μεταλλικός δακτύλιος ο οποίος τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου
3. (κατ' επέκτ.) καθετί που έχει αυτό το σχήμα, κρίκος
αρχ.
1. πιθ. είδος μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες
2. αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό
3. (ως μτγν. τ. του ψάλιον) χαλινός
4. (κατά τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῑς ψέλλιον καλοῦσι τὸ ἄκρον
ὅθεν καὶ ἡμεῖς τὴν ἐπ' ἄκρων χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του ψάλιον (πρβλ. ψαλίς: ψελίς). Για ετυμολ. βλ. λ. ψαλίδα, ψάλιον και ψαλόν].