μυάκανθος: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myakanthos
|Transliteration C=myakanthos
|Beta Code=mua/kanqos
|Beta Code=mua/kanqos
|Definition=[ᾰκ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[myacanth]], [[κεντρομυρσίνη]], Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀσπάραγος πετραῖος]], Dsc.2.125:—Adj. [[μυακάνθινος]], η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.
|Definition=[ᾰκ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[myacanth]], [[κεντρομυρσίνη]] ([[butcher's broom]], [[Ruscus aculeatus]]), Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀσπάραγος πετραῖος]], Dsc.2.125:—Adj. [[μυακάνθινος]], η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:53, 8 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάκανθος Medium diacritics: μυάκανθος Low diacritics: μυάκανθος Capitals: ΜΥΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: myákanthos Transliteration B: myakanthos Transliteration C: myakanthos Beta Code: mua/kanqos

English (LSJ)

[ᾰκ], ὁ,
A myacanth, κεντρομυρσίνη (butcher's broom, Ruscus aculeatus), Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.
II = ἀσπάραγος πετραῖος, Dsc.2.125:—Adj. μυακάνθινος, η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, Mäusedorn, wilder Spargel, auch μυάκανθα, ἡ, u. μυάκανθον, τό, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυάκανθος: ὁ, φυτόν τι, ἄγριος ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· ὡσαύτως μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
asperge épineuse, plante.
Étymologie: μῦς, ἄκανθα.

Greek Monolingual

μυάκανθος, ὁ (Α)
το φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄκανθος (πρβλ. λευκ-άκανθος, μυρτ-άκανθος), επειδή τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].