τρόχος: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ [[ρύγχος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[τρέξιμο]] ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ [[ρύγχος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[τρέξιμο]] («παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυκλικός]] [[δρόμος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[τρέξιμο]] ή για αγώνα δρόμου<br /><b>4.</b> περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τρόχοι ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) οι ημέρες (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τροχ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόπ</i>-<i>ος</i>: [[τρέπω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:25, 16 April 2022
English (LSJ)
ὁ, circular race, Hp. Vict. 2.63, 3.68, Insomn. 89; μὴ πολλοὺς τ. ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i.e. not many days (codd. τροχούς wheels), S. Ant. 1065; παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E. Med. 46.
place for running, race-course, Id. Hipp. 1133 (lyr.).
an animal, Herodor. 58J. (Trypho ap. Ammon. Diff. p. 131 V. distinguished the two senses as above.)
German (Pape)
[Seite 1154] ὁ, 1) der Lauf, bes. im Kreise herum, der Kreislauf; κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Soph. Ant. 1052, wo Herm. τροχούς schreibt u. durch τροχῶν ἁμίλλας von den Rädern erklärt; ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι Eur. Med. 46, wo es auch zum Folgdn gezogen werden kann. – 2) der Laufplatz, die Laufbahn, bes. die Kreisbahn, Eur. Hipp. 1133. – 3) der Läufer. – 4) der Dachs, Arist. gen. anim. 3, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 course;
2 carrière pour la course.
Étymologie: τρέχω.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ
ζωολ. μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ ρύγχος.
(II)
ὁ, Α
1. το τρέξιμο («παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι», Ευρ.)
2. κυκλικός δρόμος
3. τόπος κατάλληλος για τρέξιμο ή για αγώνα δρόμου
4. περιστροφική κίνηση
5. φρ. «τρόχοι ἡλίου»
(στην ποίηση) οι ημέρες (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπ-ος: τρέπω)].
Russian (Dvoretsky)
τρόχος: ὁ
1) τρέχω круговой пробег, оборот: τρόχοι (v.l. τροχοὶ) ἡλίου Soph. круговращения солнца;
2) тж. pl. беговая дорожка, ристалище Eur.;
3) предполож. барсук Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρόχος -ου, ὁ [τρέχω] het rondrennen, rondgang:. τρόχοι ἡλίου rondgangen van de zon Soph. Ant. 1065.