προσκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proskatalamvano
|Transliteration C=proskatalamvano
|Beta Code=proskatalamba/nw
|Beta Code=proskatalamba/nw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fasten down to]] a thing, τὰς χεῖρας πρὸς τὸ σῶμα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>43</span>:—Pass., [<b class="b3">ἔναιμα] ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται</b> [[are treated with]] resin, [[have]] resin [[for one ingredient]], ib.<span class="bibl">63</span>.</span>
|Definition=[[fasten down]] to a thing, τὰς χεῖρας πρὸς τὸ σῶμα Hp.Art.43:—Pass., [ἔναιμα] ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται = are [[treat]]ed with [[resin]], [[have]] [[resin]] for one [[ingredient]], ib.63.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσ-καταλαμβάνω vastmaken aan: met prep. bep..; τὰς δὲ χεῖρας... προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα de handen vlak tegen het lichaam aan binden Hp. Art. 43; pass. met dat.. ὅσα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται (geneesmiddelen) die met hars verwerkt zijn Hp. Art. 63.
|elnltext=προσ-καταλαμβάνω vastmaken aan: met prep. bep..; τὰς δὲ χεῖρας... προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα de handen vlak tegen het lichaam aan binden Hp. Art. 43; pass. met dat.. ὅσα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται (geneesmiddelen) die met hars verwerkt zijn Hp. Art. 63.
}}
}}

Latest revision as of 18:47, 8 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταλαμβάνω Medium diacritics: προσκαταλαμβάνω Low diacritics: προσκαταλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: proskatalambánō Transliteration B: proskatalambanō Transliteration C: proskatalamvano Beta Code: proskatalamba/nw

English (LSJ)

fasten down to a thing, τὰς χεῖρας πρὸς τὸ σῶμα Hp.Art.43:—Pass., [ἔναιμα] ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται = are treated with resin, have resin for one ingredient, ib.63.

German (Pape)

[Seite 768] (s. λαμβάνω), noch dazu einnehmen, D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταλαμβάνω: δένω, στερεώνω ἐπί τινος ἢ πρός τι πρᾶγμα, τὰς δὲ χεῖρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταβαλεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808. ― Παθ., ἔναιμα ῥυτίνῃ προσκαταλαμβανόμενα, ἔχοντα ῥητίνην ὡς μίαν τῶν ὑλῶν τῶν ἀποτελουσῶν αὐτά, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 829. 2) καταλαμβάνω προσέτι, Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 92. 1. Sturz.

Greek Monolingual

Α
1. καταλαμβάνω επί πλέον
2. στερεώνω, δένω κάτι πάνω ή κοντά σε κάτι άλλο («τὰς δὲ χεῖρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα», Ιπποκρ.)
3. παθ. προσκαταλαμβάνομαι
(για συστατικό) περιέχομαι («ἔναιμα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται», Ιπποκρ.)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-καταλαμβάνω vastmaken aan: met prep. bep..; τὰς δὲ χεῖρας... προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα de handen vlak tegen het lichaam aan binden Hp. Art. 43; pass. met dat.. ὅσα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται (geneesmiddelen) die met hars verwerkt zijn Hp. Art. 63.