ληπτός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liptos | |Transliteration C=liptos | ||
|Beta Code=lhpto/s | |Beta Code=lhpto/s | ||
|Definition=ή, όν, (λαμβάνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, ([[λαμβάνω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[to be apprehended]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>529d</span>; τῷ λογισμῷ <span class="bibl">Max.Tyr.7.5</span>; <b class="b3">πρὸς αἴσθησιν</b> Chryserm. ap. Gal.8.741. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> later, [[to be apprehended by the senses]], opp. [[νοητός]], <span class="title">AP</span>11.354.6 (Agath.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in Stoic philos., [[acceptable]], [[not to be refused if offered]], <span class="title">Stoic.</span>3.32, 34. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἐπίληπτος]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>896b6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληπτός]], -ή, -όν (AM)<br />αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί [[κάποιος]], [[αντιληπτός]] («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, [[αισθητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον αποδεχθεί, [[αποδεκτός]]<br /><b>3.</b> συλληφθείς επ' αυτοφώρω<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ληπτά</i><br /><b>(φιλοσ.)</b> (στους Στωϊκούς) τα <i>δεκτά</i> πράγματα, δηλ. όσα δεν έπρεπε να αποτελούν σκοπό της ενέργειας του ανθρώπου, [[αλλά]] [[ούτε]] και να απορρίπτονται από τον άνθρωπο, όταν του προσφέρονταν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /> | |mltxt=[[ληπτός]], -ή, -όν (AM)<br />αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί [[κάποιος]], [[αντιληπτός]] («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, [[αισθητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον αποδεχθεί, [[αποδεκτός]]<br /><b>3.</b> συλληφθείς επ' αυτοφώρω<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ληπτά</i><br /><b>(φιλοσ.)</b> (στους Στωϊκούς) τα <i>δεκτά</i> πράγματα, δηλ. όσα δεν έπρεπε να αποτελούν σκοπό της ενέργειας του ανθρώπου, [[αλλά]] [[ούτε]] και να απορρίπτονται από τον άνθρωπο, όταν του προσφέρονταν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ληπτῶς]] (Μ)<br />με αποδεκτό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λᾱβ</i>- (ιων.-αττ. <i>ληβ</i>-) του [[λαμβάνω]] ([[πρβλ]]. <i>λήψομαι</i>, [[λήμμα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:44, 20 May 2022
English (LSJ)
ή, όν, (λαμβάνω) A to be apprehended, λόγῳ καὶ διανοίᾳ Pl.R.529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; πρὸς αἴσθησιν Chryserm. ap. Gal.8.741. b later, to be apprehended by the senses, opp. νοητός, AP11.354.6 (Agath.). 2 in Stoic philos., acceptable, not to be refused if offered, Stoic.3.32, 34. II = ἐπίληπτος, Arist.Pr.896b6.
German (Pape)
[Seite 40] adj. verb. zu λαμβάνω, zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ληπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ νοητός, Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· ὡσαύτως, λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μήτε νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε προηγμένα. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut prendre ou saisir, particul. par l’intelligence;
2 acceptable.
Étymologie: adj. verb. de λαμβάνω.
Greek Monolingual
ληπτός, -ή, -όν (AM)
αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός
2. αυτός που μπορεί κανείς να τον αποδεχθεί, αποδεκτός
3. συλληφθείς επ' αυτοφώρω
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ληπτά
(φιλοσ.) (στους Στωϊκούς) τα δεκτά πράγματα, δηλ. όσα δεν έπρεπε να αποτελούν σκοπό της ενέργειας του ανθρώπου, αλλά ούτε και να απορρίπτονται από τον άνθρωπο, όταν του προσφέρονταν.
επίρρ...
ληπτῶς (Μ)
με αποδεκτό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω (πρβλ. λήψομαι, λήμμα)].
Greek Monotonic
ληπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του λαμβάνω, αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ληπτός:
1) воспринимаемый, схватываемый, уловимый (λόγῳ καὶ διανοίᾳ Plat.);
2) (в философии стоиков) приемлемый (о вещах, которые не должны быть целью нашей деятельности, но не должны и отвергаться, если они даны) Plut.
Middle Liddell
ληπτός, ή, όν verb. adj. of λαμβάνω,]
to be apprehended, Plat., Anth.