συνισχναίνω: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] [[συντελώ]] στην [[περιστολή]], [[λιγοστεύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ [[νόμος]] αὐτὰ τῷ χρόνῳ | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] [[συντελώ]] στην [[περιστολή]], [[λιγοστεύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ [[νόμος]] αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνισχναίνομαι</i><br />α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῦνται καὶ [[μέρος]] τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)<br />β) [[γίνομαι]] [[ισχνός]], [[αδυνατίζω]] [[επίσης]] («[[ἀναλόγως]] τὸ λοιπὸν [[σῶμα]] συνισχναίνεσθαι τοῖς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχναίνω]] «[[κάνω]] κάποιον ισχνό»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:00, 27 May 2022
English (LSJ)
in Pass., A shrivel up, Hp.Morb.Sacr.5, al.; to be contracted or made slim, Antyll. ap. Orib.6.10.6. 2 metaph., join with in reducing, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνᾰνεῖ E.IA694 (v. ἰσχναίνω).
Greek (Liddell-Scott)
συνισχναίνω: ὁμοῦ ἰσχναίνω, ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).
French (Bailly abrégé)
amoindrir, diminuer, alléger.
Étymologie: σύν, ἰσχναίνω.
Greek Monolingual
Α
1. μαζί με κάποιον άλλο συντελώ στην περιστολή, λιγοστεύω κάτι από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ», Ευρ.)
2. παθ. συνισχναίνομαι
α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῦνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)
β) γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω επίσης («ἀναλόγως τὸ λοιπὸν σῶμα συνισχναίνεσθαι τοῖς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἰσχναίνω «κάνω κάποιον ισχνό»].
Greek Monotonic
συνισχναίνω: μέλ. -ᾰνῶ, λιγοστεύω, αδυνατίζω, αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω, σμικρύνω κάτι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συνισχναίνω: досл. высушивать, перен. ослаблять, изглаживать из памяти (τι τῷ χρόνῳ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνισχναίνω, Att. ook ξυνισχναίνω [σύν, ἰσχναίνω] droog maken, alleen med.-pass. droog worden, verschrompelen:; ἤν... φλέψ τις συνισχνανθῇ als een ader uitgedroogd is Hp. Morb. Sacr. 5.2; overdr.: ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ de juiste behandeling zal dit met hulp van de tijd doen verschrompelen Eur. IA 694.
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to help to dry up:—metaph. to join with in reducing, Eur.