οσιότητα: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁσιότης]], -ητος) [[όσιος]]<br /><b>1.</b> η [[συμπεριφορά]] σύμφωνα με τον [[θείο]] νόμο, [[ευσέβεια]], [[αγιότητα]] («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ [[δικαιοσύνη]] καὶ [[σωφροσύνη]] καὶ [[ὁσιότης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσφώνηση]] ιερωμένων («τοῖς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σεβασμός]] («ἡ πρὸς τοὺς γονεῑς [[ὁσιότης]] καὶ ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς [[εὐσέβεια]]», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁσιότης]], -ητος) [[όσιος]]<br /><b>1.</b> η [[συμπεριφορά]] σύμφωνα με τον [[θείο]] νόμο, [[ευσέβεια]], [[αγιότητα]] («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ [[δικαιοσύνη]] καὶ [[σωφροσύνη]] καὶ [[ὁσιότης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσφώνηση]] ιερωμένων («τοῖς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σεβασμός]] («ἡ πρὸς τοὺς γονεῖς [[ὁσιότης]] καὶ ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς [[εὐσέβεια]]», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 08:05, 27 May 2022

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁσιότης, -ητος) όσιος
1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.)
2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῖς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.)
αρχ.
σεβασμός («ἡ πρὸς τοὺς γονεῖς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσέβεια», Διόδ.).