ήκεστος: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἤκεστος]], -η, -ον (Α)<br />(για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε [[θυσία]]) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, [[ακέντητος]], [[αδάμαστος]] ( | |mltxt=[[ἤκεστος]], -η, -ον (Α)<br />(για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε [[θυσία]]) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, [[ακέντητος]], [[αδάμαστος]] («βοῦς ἐνί νηῷ [[ἤνις]] ἠκέστας ἱερευσέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β' συνθετικό -[[κεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεντώ]]). Η [[σημασία]] «[[αδάμαστος]]» προϋποθέτει όμως ως α' συνθετικό το στερητικό <i>α</i>- (<i>ά</i>-<i>κεστος</i> «[[εκείνος]] που δεν έχει γνωρίσει το βούκεντρο»), η [[έκταση]] του οποίου σε <i>η</i>- δεν ερμηνεύεται. Σύμφωνα με την επικρατέστερη [[άποψη]] ο [[αμάρτυρος]] [[ενικός]] της μοναδικής εκφράσεως στην οποία το επίθ. απαντά ([[βους]]... [[ήνις]] ηκέστας</i> «βόδια... ενός έτους που δεν έχουν γνωρίσει το βούκεντρο») ήταν <i>βούν</i>... <i>ήνιν νηκέστην</i>, με α' συνθετικό το αρνητικό [[πρόθημα]] <i>νη</i>- (πρβλ. <i>νη</i>-<i>κερδής</i>). Εν συνεχεία έγινε [[σύγχυση]] του αρχικού <i>ν</i>- του <i>νη</i>-<i>κέστην</i> με το τελικό του <i>ήνιν</i>, με [[αποτέλεσμα]] τη [[δημιουργία]] της έκφρασης <i>ήνιν ηκέστην</i>, που στον πληθυντικό έδωσε τη μαρτυρημένη [[ήνις]] ηκέστας</i>. Ανάλογη [[είναι]] και η [[άποψη]] ότι η [[έκφραση]] προέκυψε από [[βους]] [[ήνις]] σηκέ</i>-<i>στας</i> [[κατόπιν]] συγχύσεως του αρχικού <i>στον σηκέστας</i> με το τελικό του [[ήνις]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
ἤκεστος, -η, -ον (Α)
(για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῦς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β' συνθετικό -κεστός (< κεντώ). Η σημασία «αδάμαστος» προϋποθέτει όμως ως α' συνθετικό το στερητικό α- (ά-κεστος «εκείνος που δεν έχει γνωρίσει το βούκεντρο»), η έκταση του οποίου σε η- δεν ερμηνεύεται. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ο αμάρτυρος ενικός της μοναδικής εκφράσεως στην οποία το επίθ. απαντά (βους... ήνις ηκέστας «βόδια... ενός έτους που δεν έχουν γνωρίσει το βούκεντρο») ήταν βούν... ήνιν νηκέστην, με α' συνθετικό το αρνητικό πρόθημα νη- (πρβλ. νη-κερδής). Εν συνεχεία έγινε σύγχυση του αρχικού ν- του νη-κέστην με το τελικό του ήνιν, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της έκφρασης ήνιν ηκέστην, που στον πληθυντικό έδωσε τη μαρτυρημένη ήνις ηκέστας. Ανάλογη είναι και η άποψη ότι η έκφραση προέκυψε από βους ήνις σηκέ-στας κατόπιν συγχύσεως του αρχικού στον σηκέστας με το τελικό του ήνις].