οπός: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(29)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀπός]])<br />το γαλσ.κτώδες [[υγρό]] το οποίο εκρέει από [[εγκοπή]] ή [[χάραγμα]] σε [[φυτό]] ή σε καρπό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον χυλό ή τον χυμό («η [[ρητίνη]] [[είναι]] [[οπός]] του πεύκου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χυμός]], [[εκχύλισμα]] φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο λαμβάνεται με τη [[διαδικασία]] της έκθλιψης ή εκπίεσης, κν. [[ζουμί]] (α. «[[οπός]] κρέατος» β. «[[οπός]] φρούτων»)<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που σχηματίζεται [[κατά]] την [[πέψη]] τών τροφών<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> η [[χυμώδης]] [[δροσιά]] της νιότης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γαλακτώδες στυφό [[υγρό]] που λαμβάνεται από τη [[συκιά]] και χρησιμεύει ως πυτιά για το [[πήξιμο]] του γάλακτος («ὀπὸς [[γάλα]] [[λευκόν]]... συνέπηξεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] στυφού χυμού<br /><b>3.</b> [[ζωμός]] κρέατος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀποῡ [[καρπός]]» — το [[σπέρμα]], ο [[σπόρος]] του φυτού σιλφίου<br />β) «[[ὀπός]] σιλφίου» και, [[απλώς]], «[[ὀπός]]» — ο [[χυμός]] του φυτού σιλφίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ὀπός]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>sok</i><sup>w</sup><i>os</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>s</i>(<i>u</i>)<i>ek</i><sup>w</sup><i>os</i> «[[χυμός]] φυτού, [[ρητίνη]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>saka</i><i>ī</i>, <i>svekas</i> «[[ρετσίνι]]», αρχ. πρωσ. <i>sackis</i>, αρχ. σλαβ. <i>sokŭ</i> «[[χυμός]]» και πιθ. λατ. <i>sucus</i> «[[χυμός]]». Οι συνδέσεις, όμως, αυτές θα οδηγούσαν σε έναν τ. <i>ὁπός</i> με αρκτ. <i>ὁ</i>-. Ωστόσο, λίγες [[είναι]] οι μαρτυρίες που επιτρέπουν να δεχθούμε έναν τέτοιο τ. (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>μεθ</i>' <i>Ὁπουντίων</i>). Αλλά και ο τ. [[ὀπός]], με [[ψιλή]], που εμφανίζουν όλα τα παρ. και σύνθ. της λ. (πιθ. ιων. προέλευσης), παραμένει [[δυσερμήνευτος]]. Τέλος, η [[οικογένεια]] αυτή διακρίνεται από την [[οικογένεια]] της λ. [[χυλός]], η οποία έχει ευρύτερο σημασιολογικό [[περιεχόμενο]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀπός]])<br />το γαλσ.κτώδες [[υγρό]] το οποίο εκρέει από [[εγκοπή]] ή [[χάραγμα]] σε [[φυτό]] ή σε καρπό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον χυλό ή τον χυμό («η [[ρητίνη]] [[είναι]] [[οπός]] του πεύκου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χυμός]], [[εκχύλισμα]] φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο λαμβάνεται με τη [[διαδικασία]] της έκθλιψης ή εκπίεσης, κν. [[ζουμί]] (α. «[[οπός]] κρέατος» β. «[[οπός]] φρούτων»)<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που σχηματίζεται [[κατά]] την [[πέψη]] τών τροφών<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> η [[χυμώδης]] [[δροσιά]] της νιότης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γαλακτώδες στυφό [[υγρό]] που λαμβάνεται από τη [[συκιά]] και χρησιμεύει ως πυτιά για το [[πήξιμο]] του γάλακτος («ὀπὸς [[γάλα]] [[λευκόν]]... συνέπηξεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] στυφού χυμού<br /><b>3.</b> [[ζωμός]] κρέατος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀποῦ [[καρπός]]» — το [[σπέρμα]], ο [[σπόρος]] του φυτού σιλφίου<br />β) «[[ὀπός]] σιλφίου» και, [[απλώς]], «[[ὀπός]]» — ο [[χυμός]] του φυτού σιλφίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ὀπός]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>sok</i><sup>w</sup><i>os</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>s</i>(<i>u</i>)<i>ek</i><sup>w</sup><i>os</i> «[[χυμός]] φυτού, [[ρητίνη]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>saka</i><i>ī</i>, <i>svekas</i> «[[ρετσίνι]]», αρχ. πρωσ. <i>sackis</i>, αρχ. σλαβ. <i>sokŭ</i> «[[χυμός]]» και πιθ. λατ. <i>sucus</i> «[[χυμός]]». Οι συνδέσεις, όμως, αυτές θα οδηγούσαν σε έναν τ. <i>ὁπός</i> με αρκτ. <i>ὁ</i>-. Ωστόσο, λίγες [[είναι]] οι μαρτυρίες που επιτρέπουν να δεχθούμε έναν τέτοιο τ. (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>μεθ</i>' <i>Ὁπουντίων</i>). Αλλά και ο τ. [[ὀπός]], με [[ψιλή]], που εμφανίζουν όλα τα παρ. και σύνθ. της λ. (πιθ. ιων. προέλευσης), παραμένει [[δυσερμήνευτος]]. Τέλος, η [[οικογένεια]] αυτή διακρίνεται από την [[οικογένεια]] της λ. [[χυλός]], η οποία έχει ευρύτερο σημασιολογικό [[περιεχόμενο]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀπός)
το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός του πεύκου»)
νεοελλ.
1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο λαμβάνεται με τη διαδικασία της έκθλιψης ή εκπίεσης, κν. ζουμί (α. «οπός κρέατος» β. «οπός φρούτων»)
2. το υγρό που σχηματίζεται κατά την πέψη τών τροφών
μσν.
μτφ. η χυμώδης δροσιά της νιότης
αρχ.
1. γαλακτώδες στυφό υγρό που λαμβάνεται από τη συκιά και χρησιμεύει ως πυτιά για το πήξιμο του γάλακτος («ὀπὸς γάλα λευκόν... συνέπηξεν», Ομ. Ιλ.)
2. κάθε είδος στυφού χυμού
3. ζωμός κρέατος
4. φρ. α) «ὀποῦ καρπός» — το σπέρμα, ο σπόρος του φυτού σιλφίου
β) «ὀπός σιλφίου» και, απλώς, «ὀπός» — ο χυμός του φυτού σιλφίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀπός (< ΙΕ τ. sokwos) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας s(u)ekwos «χυμός φυτού, ρητίνη» και συνδέεται με λιθουαν. sakaī, svekas «ρετσίνι», αρχ. πρωσ. sackis, αρχ. σλαβ. sokŭ «χυμός» και πιθ. λατ. sucus «χυμός». Οι συνδέσεις, όμως, αυτές θα οδηγούσαν σε έναν τ. ὁπός με αρκτ. -. Ωστόσο, λίγες είναι οι μαρτυρίες που επιτρέπουν να δεχθούμε έναν τέτοιο τ. (πρβλ. τη φρ. μεθ' Ὁπουντίων). Αλλά και ο τ. ὀπός, με ψιλή, που εμφανίζουν όλα τα παρ. και σύνθ. της λ. (πιθ. ιων. προέλευσης), παραμένει δυσερμήνευτος. Τέλος, η οικογένεια αυτή διακρίνεται από την οικογένεια της λ. χυλός, η οποία έχει ευρύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο].