παρώας: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[παρώα]] και [[παρόα]] και [[παρούα]] ἡ, Α<br />(για ίππο) [[καστανός]] («τὸ δὲ [[χρῶμα]] ἔχει [[μέσον]] τι τεφροῡ καὶ πυρροῡ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>παρῶα</i>, όπως [[επίσης]] και οι αιτ. <i>παρόαν</i>, <i>παρούαν</i> και <i>παραύαν</i>, που μαρτυρούνται σε πάπυρο, φαίνεται ότι αναφέρονται στο [[χρώμα]] του ερπετού [[παρείας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> «μάγουλα»). Δυσερμήνευτα προβλήματα [[ωστόσο]] γεννούν οι διαφορετικές ορθογραφήσεις τών τ. με -<i>ου</i>- (πιθ. σε μια [[προσπάθεια]] να συνδεθεί η λ. με το <i>οὖς</i>, <b>πρβλ.</b> [[παρειά]]), με -<i>ο</i>- και με -<i>ω</i>-].
|mltxt=ὁ, θηλ. [[παρώα]] και [[παρόα]] και [[παρούα]] ἡ, Α<br />(για ίππο) [[καστανός]] («τὸ δὲ [[χρῶμα]] ἔχει [[μέσον]] τι τεφροῦ καὶ πυρροῦ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>παρῶα</i>, όπως [[επίσης]] και οι αιτ. <i>παρόαν</i>, <i>παρούαν</i> και <i>παραύαν</i>, που μαρτυρούνται σε πάπυρο, φαίνεται ότι αναφέρονται στο [[χρώμα]] του ερπετού [[παρείας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> «μάγουλα»). Δυσερμήνευτα προβλήματα [[ωστόσο]] γεννούν οι διαφορετικές ορθογραφήσεις τών τ. με -<i>ου</i>- (πιθ. σε μια [[προσπάθεια]] να συνδεθεί η λ. με το <i>οὖς</i>, <b>πρβλ.</b> [[παρειά]]), με -<i>ο</i>- και με -<i>ω</i>-].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰρώας:''' ου adj. каштановый, гнедой ([[ἵππος]] Arst.).
|elrutext='''πᾰρώας:''' ου adj. каштановый, гнедой ([[ἵππος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρώας Medium diacritics: παρώας Low diacritics: παρώας Capitals: ΠΑΡΩΑΣ
Transliteration A: parṓas Transliteration B: parōas Transliteration C: paroas Beta Code: parw/as

English (LSJ)

A v. παρείας.

German (Pape)

[Seite 529] ὁ, eine dem Asklepios heilige Schlange, Ar. Plut. 640 Dem. 18, 260, auch παρωός u. παρείας geschrieben, Schneid. zu den Ecl. phys. p. 22. Auch ein Pferd von der Farbe dieser Schlange, Arist. H. A. 9, 45. S. παρωός.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰρώας: ἴδε ἐν λέξ. παρείας ΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. παρώα και παρόα και παρούα ἡ, Α
(για ίππο) καστανός («τὸ δὲ χρῶμα ἔχει μέσον τι τεφροῦ καὶ πυρροῦ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρῶα, όπως επίσης και οι αιτ. παρόαν, παρούαν και παραύαν, που μαρτυρούνται σε πάπυρο, φαίνεται ότι αναφέρονται στο χρώμα του ερπετού παρείας (< παρειαί «μάγουλα»). Δυσερμήνευτα προβλήματα ωστόσο γεννούν οι διαφορετικές ορθογραφήσεις τών τ. με -ου- (πιθ. σε μια προσπάθεια να συνδεθεί η λ. με το οὖς, πρβλ. παρειά), με -ο- και με -ω-].

Russian (Dvoretsky)

πᾰρώας: ου adj. каштановый, гнедой (ἵππος Arst.).